-
1 ἰδιόχροιος
ἰδῐό-χροιος, ον,A of peculiar colour, Ptol.Tetr. 103 (v.l. -χρονος):—also [suff] ἰδῐό-χρωμος, ον, of natural colour, not dyed, Artem. 2.3, BGU327.6 (ii A.D.), PHolm.24.32, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰδιόχροιος
См. также в других словарях:
ιδιόχροιος — ἰδιόχροιος, ον (Α) ο ιδιόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + χροιος (< χροιά), πρβλ. ετερό χροιος, λευκό χροιος] … Dictionary of Greek
κρυσταλλόχροιος — κρυσταλλόχροιος, ον (Μ) αυτός που έχει τη διαύγεια ή τη δροσιά τού κρυστάλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλον + χροιος (< χροιά), πρβλ. ιδιό χροιος, λευκό χροιος] … Dictionary of Greek
λευκόχροιος — λευκόχροιος, ον (Α) λευκόχρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + χροιος (< χροιά), πρβλ. ετερό χροιος, ιδιό χροιος] … Dictionary of Greek
μονόχροιος — μονόχροιος, ον (Α) μονόχρους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + χροιος (< χροιά), πρβλ. ιδιό χροιος, λευκό χροιος] … Dictionary of Greek