-
1 ensuite
τότε -
2 następnie
τότε -
3 тогда
επίρ.1. τότε, εκείνο τον καιρό•тогда я был молод τότε ήμουν νέος•
тогда мы жили в Москве τότε ζούσαμε στη Μόσχα.
2. σε τέτοιαπερίπτωση•устал? тогда отдохни κοράστηκες; – τότε ξεκουράσου•
тогда посмотрим τότε θα δούμε.
|| σύνδ. υποτακτικός• τότε•когда прочитаю книгу тогда скажу моё мнение о ней όταν διαβάσω το βιβλίο, τότε θα πώ τη γνώμη μου γι αυτό.
εκφρ.тогда как – α) ενώ, αντίθετα. β) ενώ, αν και, μολονότι. -
4 then
[ðen] 1. adverb1) (at that time in the past or future: I was at school then; If you're coming next week, I'll see you then.) τότε2) (used with prepositions to mean that time in the past or future: John should be here by then; I'll need you before then; I have been ill since then; Until then; Goodbye till then!) τότε3) (after that: I had a drink, (and) then I went home.) μετά4) (in that case: He might not give us the money and then what would we do?) τότε5) (often used especially at the end of sentences in which an explanation, opinion etc is asked for, or which show surprise etc: What do you think of that, then?) λοιπόν6) (also; in addition: I have two brothers, and then I have a cousin in America.) επίσης2. conjunction(in that case; as a result: If you're tired, then you must rest.) τότε3. adjective(at that time (in the past): the then Prime Minister.) τότε -
5 Then
adv.At that time: P. and V. τότε, ἐνταῦθα.At that moment: P. and V. τηνικαῦτα.After that: P. and V. ἔπειτα, εἶτα.From then: P. and V. ἐνθένδε.Since then: P. and V. ἐξ ἐκείνου.Until then: P. μέχρι τότε.Now and then, sometimes: P. ἔστιν ὅτε, P. and V. ἐνίοτε (Eur., Hel. 1213), V. ἔσθʼ ὅτε.In that case: P. ἐκείνως.——————conj.In questions: P. and V. δῆτα.In strong prohibitions: P. and V. δῆτα (Dem. 574 and 575; Eur., Med. 336).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Then
-
6 тогда
тогданареч в разн. знач. τότε:\тогда он был молод τότε ἡταν νέος· даже и \тогда ἀκόμα καί τότε· устал, \тогда отдохни́ κουράστηκες, τότε ξεκουράσου· ◊ \тогда как союз ἐνῶ. -
7 пора
пор||а I ж1. ὁ χρόνος, ὁ καιρός, ἡ ὠρα, ἡ ἐποχή:летняя \пора τό καλοκαίρι· зимняя \пора ὁ χειμώνας· весенняя \пора ἡ ἄνοιξη· осенияя \пора τό φθινόπωρο· вече́рней \пораой τό βράδυ· в дневную пору τήν ήμερα· \пора жа́твы ἡ ἐποχή τοῦ θερισμοῦ· \пора сбора винограда ὁ καιρός τοῦ τρυγητοὔ· пришла́ \пора ήλθε ὁ καιρός, ἔφθασε ἡ ὠρα·2. предик безл καιρός εἶναι, εἶναι ὠρα:\пора идтн καιρός εἶναι νά πάμε· давно́ \пора εἶναι πρό πολλοὔ καιρός· не \пора ли? δέν εἶναι καιρός;· ◊ на первых \пораа́х τόν πρώτο καιρό, στήν ἀρχή· до \пораы до времени γιά μιαν ὠρισμένη περίοδο· до каких пор? ὡς πότε;, ἔως πότε;· с каких пор? ἀπό ποῦ κι ὡς ποῦ;, ἀπό πότε;· с э́тнх пор а) ἀπό τώρα, б) ἀπό σήμερα (о будущем)· с некоторых пор ἐδώ καί λἰγον καιρό· с той \пораы ἀπό τότε· с тех пор ἀπό τότε, ἔκτοτε· с давних пор πρό πολλοῦ, ἀπό πολύ παλιἄ до сих пор а) Εως τώρα, ὡς τά τώρα (о времени), δ) ὡς ἐδώ, ἰσαμεδώ (о месте)· до тех пор ὀσότου, ίως δτοα, μέχρις ὅτου· в ту \порау τότε, ἐκείνη τήν ἐποχή· в самую пору ἀκριβώς στήν ῶρα, ἔγκαιρα.пора II ж ὁ πόρος. -
8 тминный
тмин||ныйприл ἀπό κύμινο:\тминныйная во́дка τό ρακί μέ κύμινο. τό I союз1. (тогда) τότε:если будет поздно, то не приходи́ ἐάν εἶναι ἀργά τότε μήν ἐρχεσαι· если так, то я не возражаю ἐάν εἶναι ἔτσι τότε δέν ἔχω ἀντίρρηση· 2.:то... то... πότε... πότε... ἄλλοτε... ἄλλοτε...· то один, то другой πότε ὁ ἔνας, πότε ὁ ἄλλος· 3.:не то... не то... ούτε... ὁὔτε...· не то снег, не то дождь ὁὔτε χιόνι οὔτε βροχή· ◊ и то хорошо́ πάλι καλα остался оди́и, (да) и то плохой ἔνας Εμεινε κι· αὐτός κακός· (а) не τό εἰδεμή, είδάλλως· то и дело κάθε λίγο καί λιγάκι· то есть δηλαδή, τοῦτ' ἔστιν. -το II частица перев. оборотом ἀκριβώς:этого-то я и хотел αὐτό ἀκριβῶς ήθελα· где-то он сеи́час? ποῦ νδναι αὐ-τήν τήν στιγμή. τό III ср. р. от тот. -
9 Now
adv.Already: P. and V. ἤδη.As things are: P. and V. νῦν.Now and then, sometimes: P. ἔστιν ὅτε, P. and V. ἐνίοτε (Eur., Hel. 1213), V. ἔσθʼ ὅτε.Till now: see Hitherto.As connecting particle: P. and V. οὖν, μὲν οὖν, γαρ.Come now: P. and V. φέρε, φέρε δή, ἄγε, εἶα, εἶα δή.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Now
-
10 One
adj.Of number: P. and V. εἵς.Indefinite pron.: P. and V. τις.One of a pair: P. and V. ὁ ἕτερος.The one... the other: P. and V. ὁ ἕτερος... ὁ ἕτερος.I will bring witnesses to prove that he was one of the Ephors: P. ὡς τῶν ἐφόρων ἐγένετο μάρτυρας παρέξομαι (Lys. 124).Death is one of two things: P. δυοῖν θάτερόν ἐστι τὸ τεθνάναι (Plat., Ap. 40C).Eurymachus was one of them: P. Εὐρύμαχος εἷς αὐτῶν ἦν (Thuc. 2, 5).One... another: P. and V. ὁ μὲν... ὁ δέ.One another, each other: P. and V. ἀλλήλους (acc.).Be at one: see Agree.Become one with: P. and V. συντήκεσθαι (dat.).One by one: P. καθʼ ἕνα.Referring to the future: P. and V. ποτέ, ἔπειτα.With one voice, unanimously: P. μιᾷ γνώμῃ, V. ἁθρόῳ στόματι; see Unanimously.'Tis all one whether you desire to praise or blame me: V. σὺ δʼ αἰνεῖν εἴτε με ψέγειν θέλειν ὁμοῖον (Æsch., Ag. 1403).It was all one whether the quantity drunk were more or less: P. ἐν τῷ ὁμοίῳ καθειστήκει τό τε πλέον καὶ ἔλασσον ποτόν (Thuc., 2, 49).——————subs.The number one: P. μονάς, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > One
-
11 Sometimes
adv.P. and V. ἐνίοτε (Eur., Hel. 1213),V. ἔσθʼ ὅτε, P. ἐστιν ὅτε.In some places: P. ἔστιν ᾗ, V. ἔστιν οὗ (Eur., Or. 638).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sometimes
-
12 Time
subs.Time of day: P. and V. ὥρα, ἡ; hour.What time is it? Ar. and P. πηνίκα ἐστί;About what time died he? Ar. πηνίκʼ ἄττʼ ἀπώλετο; (Av. 1514).Time of life: Ar. and P. ἡλικία, ἡ, V. αἰών, ὁ.Occasion: P. and V. καιρός, ὁ.Time for: P. and V. ὥρα, ἡ (gen. or infin.), καιρός, ὁ (gen. or infin.), ἀκμή, ἡ (gen. or infin.).Leisure: P. and V. σχολή, ἡ.Want of time: P. ἀσχολία, ἡ.There is time, opportunity, v.: P. ἐγχωρεῖ.After a time, after an interval: P. and V. διὰ χρόνου.Eventually: P. and V. χρόνῳ, V. χρόνῳ ποτέ, σὺν χρόνῳ, ἐν χρόνῳ. Seeing my friend after a long time: V. χρόνιον εἰσιδὼν φίλον (Eur., Cr. 475).As time went on: P. χρόνου ἐπιγιγνομένου (Thuc. 1, 126).At another time: P. and V. ἄλλοτε.At times, sometimes: P. and V. ἐνίοτε (Eur., Hel. 1213), V. ἔσθʼ ὅτε, P. ἔστιν ὅτε.At one time: see Once.At one time... at another: P. and V. τότε... ἄλλοτε, Ar. and P. τότε μέν... τότε δέ, ποτὲ μεν... ποτὲ δέ.At times I would have ( food) for the day, at others not: V. ποτὲ μὲν ἐπʼ ἦμαρ εἶχον, εἶτʼ οὐκ εἶχον ἄν (Eur., Phoen. 401).At the time of: P. παρά (acc.).To enforce the punishment due by law at the time of the commission of the offences: P. ταῖς ἐκ τῶν νόμων τιμωρίαις παρʼ αὐτὰ τἀδικήματα χρῆσθαι (Dem. 229).At that time: see Then.At what time? P. and V. πότε;For a time: P. and V. τέως.For the third time: P. and V. τρίτον, P. τὸ τρίτον.From time immemorial: P. ἐκ παλαιτάτου.From time to time: P. and V. ἀεί.In time, after a time: P. and V. διὰ χρόνου, χρόνῳ, V. χρόνῳ ποτέ, σὺν χρόνῳ, ἐν χρόνῳ.At the right moment: P. and V. καιρῷ, ἐν καιρῷ, εἰς καιρὸν, καιρίως (Xen.), εἰς δέον, ἐν τῷ δέοντι, ἐν καλῷ, εἰς καλόν, V. πρὸς καιρόν, πρὸς τὸ καίριον, ἐν δέοντι; see Seasonably.They wanted to get the work done in time: P. ἐβούλοντο φθῆναι ἐξεργασάμενοι (Thuc. 8, 92).In the time of: Ar. and P. ἐπί (gen.).Lose time, v.: see waste time.Save time: use P. and V. θάσσων εἶναι ( be quicker).Take time, be long: P. and V. χρονίζειν, χρόνιος εἶναι,involve delay: use P. μέλλησιν ἔχειν.It will take time: P. χρόνος ἐνέσται.Waste time, v.: P. and V. μέλλειν, χρονίζειν,σχολάζειν,τρίβειν, βραδύνειν, Ar. and P. διατρίβειν: see Delay.Times, the present: P. and V. τὰ νῦν, P. τὰ νῦν καθεστῶτα.Many times: P. and V. πολλάκις.Three times: P. and V. τρίς.A thousand times wiser: V. μυρίῳ σοφώτερος (Eur., And. 701); see under thousand.How many times as much? adj.: P. ποσαπλάσιος; four times as much: P. τετραπλάσιος, τετράκις τοσοῦτος (Plat., Men. 83B).Four times four are sixteen: P. τεττάρων τετράκις ἐστὶν ἑκκαίδεκα (Plat., Men. 83C).How many feet are three times three? τρεῖς τρὶς πόσοι εἰσὶ πόδες; (Plat., Men. 83E).——————subs.Rhythm: P. and V. ῥυθμός, ὁ.Keeping time, adj.: Ar. and P. εὔρυθμος.Give the time ( to rowers), v.: P. κελεύειν (dat.).——————v. trans.Measure: P. and V. μετρεῖν.Well-timed, adj.: see Timely.Ill-timed: P. and V. ἄκαιρος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Time
-
13 тогда и только тогда
мат. τότε και μόνο τότε.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тогда и только тогда
-
14 же
I же Ι частица 1) (усилительная) λοιπόν, επί τέλους я же знаю... μα εγώ το ξέρω когда же? πότε λοιπόν; 2) (означающая тождество ) επίσης тогда же τότε ακριβώς здесь же εδώ, στο ίδιο μέρος там же εκεί πάλι тот же о ίδιος II же II союз αλλά, και, όμως он уезжает, я же остаюсь αυτός φεύγει, εγώ όμως μένω* * *I частица1) ( усилительная) λοιπόν, επί τέλουςя же зна́ю... — μα εγώ το ξέρω
когда́ же? — πότε λοιπόν
2) ( означающая тождество) επίσηςтогда́ же — τότε ακριβώς
здесь же — εδώ, στο ίδιο μέρος
II союзтот же — ο ίδιος
αλλά, και, όμωςон уезжа́ет, я же остаю́сь — αυτός φεύγει, εγώ όμως μένω
-
15 как
как 1. (вопрос) πώς* как вы поживаете? πώς τα περνάτε; \как ваше имя?, \как вас зовут? πώς σας λένε; \как называется эта улица? πώς ονομάζεται αυτός ο δρόμος; \как пройти в (на)...? πώς, νά περάσω...; \как мне быть? τι να κάνω; 2. со юз όπως, σαν \как хотите όπως θέλετε \как в прошлый раз όπως την περασμένη φορά ◇ в то время \как ενώ, καθώς, εκεί που \как только μόλις с тех пор \как από τότε που \как бы то ни было όπως και να'ναι \как знать ποιος ξέρει \как будто σάμπως, σάματι(ς) \как раз ακριβώς, ίσα ίσα \как раз вовремя ακριβώς στην ώρα \как жаль! τι κρίμα! \как когда εξαρτάται,\как извест яо... όπως είναι γνωστό...* * *1.( вопрос) πώςкак вы пожива́ете? — πώς τα περνάτε
как ва́ше и́мя?, как вас зову́т? — πώς σας λένε
как называ́ется э́та у́лица? — πώς ονομάζεται αυτός.ο δρόμος
2. союзкак пройти́ в (на)...? — πώς νά περάσω...
όπως, σανкак хоти́те — όπως θέλετε
как в про́шлый раз — όπως την περασμένη φορά
••в то вре́мя как — ενώ, καθώς, εκεί που
как то́лько — μόλις
как бы то ни́ было — όπως και να' ναι
как бу́дто — σάμπως, σάματι(ς)
как раз — ακριβώς, ίσα ίσα
как раз во́время — ακριβώς στην ώρα
как когда́ — εξαρτάται
как изве́стно... — όπως είναι γνωστό
-
16 пора
пора 1. ж о καιρός 2. предик. είναι καιρός· \пора идти είναι καιρός να φύγω ◇ с каких пор? από πότε; с тех пор από τότε; до сих пор μέχρι εδώ (о месте)· ως τώρα (о времени)* * *1. жο καιρός2. предик.пора́ идти́ — είναι καιρός να φύγω
••с каки́х по́р? — από πότε
с тех по́р — από τότε
-
17 такой
такой τέτοιος; τόσος (настолько)· \такой большой τόσο μεγάλος; \такой же όμοιος, ίδιος; \такойим образом έτσι, με τέτοιο (или μ'αυτό) τον τρόπο; в \такойом случае τότε, στην περίπτωση αυτή; что \такойое? (что случилось^) τι συμβαίνει; кто он (или кто это) \такой? ποιος είναι αυτός;* * *τέτοιος; τόσος ( настолько)тако́й большо́й — τόσο μεγάλος
тако́й же — όμοιος, ίδιος
таки́м о́бразом — έτσι, με τέτοιο ( или μ’αυτό) τον τρόπο
в тако́м слу́чае — τότε, στην περίπτωση αυτή
что тако́е? (что случилось?) — τι συμβαίνει
-
18 то
-
19 тогда
-
20 как
как1. нареч вопр. πῶς, τίνι τρόπω:\как вы поживаете? πῶς είσθε; τί κάνετε; \как ἐτο случилось? πως συνέβη αὐτό;· \как э́то сделать? πῶς νά τό κάνω αὐτό;· \как вам кажется? πως σᾶς φαίνεται;· \как мне быть? τί νά κάνω· \как так? πως ἐτσι;·2. нареч воскл. πῶς, τί:\как он изменился! πῶς ἄλλαξε!·3. нареч относ. ὅπως, ὠς:я действовал, \как вы мне сказали ἐνήργησα ὀπως μοῦ είπατε·4. союз сравнит. ὀπως, σάν, καθώς, ὡσάν:белый \как снег ἄσπρος σάν τό χιόνι· такой же, \как прежде ὁ ίδιος, ὅπως καί πρίν советую вам э́то \как друг σᾶς τό συμβουλεύω σάν φίλος· \как..., так и... τόσο..., ὀσο...·5. союз временной μόλις, ὀταν, πού, εὐθύς ὡς (как только)! ἀπό τότε πού, ἀφ· ὀτου (с тех пор как):всякий раз \как κἀθε φορά πού· прошло два года, \как мы с yим познакомились πέρασαν δύο χρόνια ἀπό τότε πού γνωριστήκαμε· между те́м \как, тогда \как ἐνῶ, τήν ὠρα πού·6. союз (выражает внезапность действия) разг ξαφνικά, ξάφνου, Εξαφνα:она (вдруг) \как закричит ξαφνικά ἀρχισε νά φωνάζει· дождь \как польет ἀρχισε ξάφνου μιά βροχή· ◊ \как когда разг ἐξαρτάται ἀπό τίς περιστάσεις· \как будто, \как бы σάμπως, φαίνεται σάν, σάν νἀ· задача !§та \как будто простая τό πρόβλημα αὐτό φαίνεται εὔκολο· \как раз ἀκριβῶς, ίσια ίσια· \как бы то ий было ὅπως καί νάχει τό ζήτημα, ὅτι καί νά συμβή· \как бы ни ὅσο καί νά· \как бы он ни старался... ὅσο καί νά προσπαθήσει...· \как бы не... μήπως καί..., μπας καί...· \как же! ἀσφαλώς!, βεβαίως!· \как же так? разг ἀπό ποῦ κι· ὡς ποῦ:· \как бы не так! καλέ τί μας λές!· \как знать? разг ποιος ξέρει;· \как попало ὅπως τύχει· делать что́-л. \как попало κάνω κάτι ὀπως τύχει· \как например ὅπως λόγου χάριν смотря \как... ἐξαρτᾶται πως...· \как известно ὅπως εἶναι γνωστό.
См. также в других словарях:
τοτέ — at times indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τότε — at that time indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τότε — ΝΜΑ, και (ε)τότες και (ε)τότενες Ν, και δωρ. τ. τόκα και αιολ. τ. τότα και τύτε Α 1. (συσχετικό προς το πότε, οπότε, ὅτε) σ εκείνο το χρονικό σημείο τού παρελθόντος ή τού μέλλοντος, σ εκείνη την περίσταση (α. «κι οι αντρειωμένοι πήρανε τότες χαρά … Dictionary of Greek
τοτέ — Α επίρρ. ενίοτε, μερικές φορές, άλλοτε μεν άλλοτε δε («ἡ vῡv τοτὲ μὲν κακόφρων τελέθει, τοτὲ δ ἐκ θυσιῶν ἀγανὴ σαίνουσα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τότε με καταβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek
τότε(ς) — επίρρ. χρον. 1. εκείνη τη στιγμή, σ΄ εκείνη την περίσταση: Σηκώθηκε τότε και είπε. 2. σ΄ αυτή την περίπτωση, λοιπόν: Αν είναι έτσι, τότε να φύγω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τότε μοι χάνοι ἐρεῖα χθών. — τότε μοι χάνοι ἐρεῖα χθών. См. Чтоб мне сквозь землю провалиться! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
τοθ' — τοτέ , τοτέ at times indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοτ' — τοτέ , τοτέ at times indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τό τ' — τότε , τότε at that time indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τό τε — τότε , τότε at that time indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τότ' — τότε , τότε at that time indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)