-
1 τόπος
[топос] ουσ. а. место, местность, страна,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τόπος
-
2 τόπος
[тосос] αντ. такой (по количеству, качеству и т. п.).Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τόπος
-
3 τόπος
[типос] ουσ. а. тип,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τόπος
-
4 место
мест||ос1. ὁ τόπος, ὁ χώρος, τό μέρος / ἡ θέση [-ις] (тж. в театре)/ ἡ τοποθεσία (тк. местность):рабочее \место ὁ τόπος ἐργασίας· \место отдыха ὁ τόπος ἀνάπαυσης· \место происшествия ὁ τόπος ὀπου συνέβη κάτι· \место назначения ὁ τόπος προορισμού· \место рождения ὁ τόπος γεννήσεως· родные \местоа ἡ πατρίδα, τά πατρικά χώματα· живописные \местоа γραφικές τοποθεσίες· голое \место γυμνός τόπος· бесплатные \местол οἱ δωρεάν θέσεις· общественные \местоа οἱ δημόσιοι χώροι· уступить \место кому́-л. παραχωρώ τή θέση μου σέ κάποιον занимать \место а) (в пространстве) πιάνω τόπον, б) (в театре и т. ἡ.) πιάνω θέση· на \местоеч ἐπί τόπου· по \местоам1 (команда) λάβετε θέσεις!· с \местоа на \место ἀπό τό ἕνα μέρος στό ἄλλο·2. (в книге и т. ἡ.) τό χωρίον3. (должность, служба) ἡ θέση[-ις]. ἡ ὑπηρεσία, τό πόστο:получить хорошее \место διορίζομαι σέ καλή θέση·4. (багажное) τό δέμα ἀποσκευών ◊ детское \место анат. τό ὕστερο[ν], τό ἀκόλουθο· общее \место ἡ κοινοτοπία· больное \место перен τό εὐαίσθητο σημείο, τό 'αδύνατο μέρος· отхо́жее \место ὁ ἀπόπατος, τό ἀποχωρητήριο· \место заключения ἡ είρκτή, ἡ φυλακή· иметь \место συμβαίνω, λαμβάνω χὠ-ραν не находить себе \местоа δέν μέ χωρεί ὁ τόπος· знать свое \место ἔχω τό γνώθι σαὐ-τόν поставить кого́-л. на \место βάζω κάποιον στή θέση του· на моем \местое στή θέση μου· на \местое преступления στον τόπο τοῦ ἐγκλήματος, ἐπ' αὐτοφόρω· у́зкое \место τό ἀδύνατο σημείο· пустое \место (о человеке) σάν νά μήν ὑπάρχει· к \местоу στήν κατάλληλη στιγμή· говорить не к \местоу μιλώ ἄστοχα· \местоами ἐδῶ κι· ἐκεϊ· здесь не \место говорить об э́том δέν εἶναι τόπος ἐδῶ νά μιλάμε γι ' αὐτό· ни с \местоа! ὁδτε Ρήμα, μή κουνηθείς!· власть на \местоах ἡ τοπική ἐξουσία, οἱ ντόπιες ἀρχές. -
5 место
I место η θέση μου' мой друзья οι φίλοι μου II место с 1) ο τόπος· η θέση (тж. театр.)· свободное \место η ελεύθερη θέση* положить на \место τοποθετώ* на \местое επί τόπου· занимать \место κρατώ θέση· занять первое \место παίρνω την πρώτη θέση* \место рождения ο τόπος γέννησης 2) (местность) о τόπος, η τοποθεσία, το μέρος· в наших \местоах στον τόπο μας* в этом \местое εδώ, σ' αυτό το μέρος 3) (должность) η θέση, το πόστο* * *с1) ο τόπος; η θέση (тж. театр.)свобо́дное ме́сто — η ελεύθερη θέση
положи́ть на ме́сто — τοποθετώ
на ме́сте — επί τόπου
занима́ть ме́сто — κρατώ θέση
заня́ть пе́рвое ме́сто — παίρνω την πρώτη θέση
ме́сто рожде́ния — ο τόπος γέννησης
2) ( местность) ο τόπος, η τοποθεσία, το μέροςв на́ших ме́ста́х — στον τόπο μας
в э́том ме́сте — εδώ, σ'αυτό το μέρος
3) ( должность) η θέση, το πόστο -
6 место
-а, πλθ. места, мест ουδ.1. τόπος, μέρος• χώρος•рабочее место τόπος της δουλειάς•
общественное место δημόσιος χώρος•
место назначения τόπος προσδιορισμού•
место рождения τόπος γένησης•
глухое место έρημο (απόκεντρο) μέρος•
прибыть на место φτάνω στο μέρος.
2. θέση•уступить место παραχωρώ τη θέση•
положить на место βάζω στη θέση.
|| θέση υπηρεσιακή•быть без -а είμαι χωρίς θέση.
3. περικοπή, περίοδος, χωρίο.4. -а πλθ. επαρχία, ύπαιθρος• περιφέρεια.5. βαθμίδα•занимать первое место в соревновании παίρνω την πρώτη θέση στην άμιλλα.
6. αντικείμενο, πράγμα αποσκευών.εκφρ.место заключения – τόπος εγκάθειρξης, φυλακή•к -у ή у -а – πάνω στην ώρα, στον κατάλληλο χρόνο ή στιγμή•не к -у ή не у -а – σε ακατάλληλη ώρα σε ακατάλληλο τόπο και χρόνο•на своём -е – στη θέση του (όπου μπορεί να αποδόσει περισσότερο)•на -е преступления – στον τόπο του εγκλήματος, επ αυτοφόρω, στα πράσα•на -е кого – στη θέση κάποιου•на -е уложить (положить, убить) φονεύω επι τόπου•поставить на (своё) место кого ή указать место кому – βάζω κάποιον στη θέση του (επιτ ιμώ παρεκτρεπό-μενο)•сердце (душа) не на -е – σπάραξε η καρδιά (από φόβο)•не находить (себе) -а – δε με χωρά ο τόπος (ανησυχώ υπερβολικά)•с -а (брать, взять) – αμέσως, χωρίς καθυστέρηση•ни с -а – α) ούτε ρούπι, καθόλου μην (το κουνήσεις), β) μτφ. σημειωτό βήμα, στάσιμος•по -ам! – (παράγγελμα) στις θέσεις σας!•- а общего пользования – μέρη κοινής χρήσης (κουζίνα, αφοδευτήρια κ.τ.τ.). -
7 край
край м 1) (конец) η άκρη; на краю города στην άκρη της πόλης 2) (страна) о τόπος· родной \край о πατρικός τόπος 3) (область) η περιοχή* * *м1) ( конец) η άκρηна краю́ го́рода — στην άκρη της πόλης
2) ( страна) ο τόποςродно́й край — ο πατρικός τόπος
3) ( область) η περιοχή -
8 край
кра||й Iм1. (конец) ἡ ἄκρη, τό ἄκρο[ν], τό χείλος, τό πέρας:по \крайям στά χείλη· до \крайев ὡς τά χείλια· передний \край воен. ἡ πρώτη γραμμή· литься через \край ξεχειλίζω·2. (страна) ὁ τόπος, ἡ χώρα:родной \край ὁ πατρικός τόπος·3. мн. (места, местность) ἡ περιοχή, τό μέρος, ὁ τόπος:теплые \крайя οἱ θερμές περιοχές· в наших \крайях στά μέρη μας, στόν τόπο μας· ◊ слышать \крайем уха ἀκούω μέ τήν ἄκρη τοῦ αὐτιοῦ· хватить чергз \край τό παρακάνω, τό παραλέω· конца· \крайю нет разг ἀπέραντος, ἀτελείωτος· на \крайκ> гибели στό χείλος τής καταστροφής· на \крайι6 света στήν ἄκρη τοῦ κόσμου· нз \крайя в \край ἀπ' ἄκρη σ' ἄκρη, παντού.край IIм тех. ὁ γερανός, τό βαροῦλ-κο:подъемный \край ὁ γερανός, τό βα-ροῦλκο, τό βίντσι. -
9 место
1. (пространство, местность) о τόπος, το μέρος, ο χώρος 2. (пункт, пространство) το σημείο, το μέρος, ο χώρος, ο τόπος, η θέση. видимое астр. - ορατό -геометрическое - точек прикосновения η γεωμετρική θέση των σημείων επαφήςдействительное (нвг.) - πραγματικό -истинное астр. - πραγματικό -посадочное (маш.мех.) - εφαρμογήςсидячее (трансп.) - το κάθισμαспальное - мор. η κλίνηсреднее - астр. μέσο -3. (отдельная часть багажа, груза) η θέση 4. (положение, должность, служба, вакансия) η θέση, το πόστο 5. мед.детское - о πλακούς, ο πλακούνταςτο ύστερο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > место
-
10 глухой
-
11 местность
местность ж о τόπος, η τοποθεσία· дачная \местность η εξοχή· гористая \местность η ορεινή περιοχή* * *жο τόπος, η τοποθεσίαда́чная ме́стность — η εξοχή
гори́стая ме́стность — η ορεινή περιοχή
-
12 местожительство
-
13 местопребывание
-
14 назначение
назначение с 1) ο καθορισμός 2) (врачебное) η εντολή, η συνταγή 3) (на должность) ο διορισμός ◇ место \назначениея о τόπος προορισμού* * *с1) ο καθορισμός2) ( врачебное) η εντολή, η συνταγή3) ( на должность) ο διορισμός••ме́сто назначе́ния — ο τόπος προορισμού
-
15 населённый
населённый κατοικημένος* \населённый пункт о κατοικημένος τόπος* * *населённый пункт — ο κατοικημένος τόπος
-
16 положение
положение с 1) (местоположение) η θέση, ο τόπος 2) (лоза) η πόζα, η στάση 3) (ситуация ) η κατάσταση 4) (место, роль ) η (κοινωνική) θέση* * *с1) ( местоположение) η θέση, ο τόπος2) ( поза) η πόζα, η στάση3) ( ситуация) η κατάσταση4) (место, роль) η (κοινωνική) θέση -
17 пребывание
пребывание с η διαμονή, η παραμονή· место \пребываниея о τόπος διαμονής* * *сη διαμονή, η παραμονήме́сто пребыва́ния — ο τόπος διαμονής
-
18 пункт
пункт м 1) (место) το σημείο, το κέντρο· медицинский \пункт το ιατρείο· переговорный \пункт το τηλεφωνείο, ο τηλεφωνικός σταθμός' сборный \пункт о τόπος συγκέντρωσης 2) (параграф) η παράγραφος* το άρθρο (раздел)* * *м1) ( место) το σημείο, το κέντροмедици́нский пункт — το ιατρείο
перегово́рный пункт — το τηλεφωνείο, ο τηλεφωνικός σταθμός
сбо́рный пункт — ο τόπος συγκέντρωσης
-
19 сторона
сторона ж 1) (направление) η κατεύθυνση, η μεριά 2) το μέρος, ο τόπος 3) (край, бок) η πλευρά, η μεριά; с правой \сторонаы από τα δεξιά; в сторону στην μπάντα; на той \сторонае αντίπερα; в \сторонае στο πλάι, παράμερα 3) (поверхность) η πλευρά, η επιφάνεια; обратная \сторона η ανάποδη; лицевая \сторона η καλή όψη 4) мн. стороны οι αμφότεροι ◇ с одной \сторонаы...с другой \сторонаы... από τη μια μεριά... απ" την άλλη сторонник м о οπαδός; \сторонаи мира οι οπαδοί της ειρήνης* * *ж1) ( направление) η κατεύθυνση, η μεριά2) το μέρος, ο τόπος3) (край, бок) η πλευρά, η μεριάс пра́вой стороны́ — από τα δεξιά
в сто́рону — στην μπάντα
на той стороне́ — αντίπερα
в стороне́ — στο πλάι, παράμερα
4) ( поверхность) η πλευρά, η επιφάνειαобра́тная сторона́ — η ανάποδη
лицева́я сторона́ — η καλή όψη
5) мн.сто́роны — οι αμφότεροι
••с одно́й стороны́... с друго́й стороны́... — από τη μια μεριά... από την άλλη
-
20 местожительство
местожительствос ὁ τόπος διαμονής, ὁ τόπος κατοικίας.
См. также в других словарях:
τόπος — place masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… … Dictionary of Greek
τόπος — ο 1. έκταση γης, μέρος, τοποθεσία: Άγονος τόπος. 2. ορισμένη περιοχή, χώρα, πατρίδα: Παπούτσι από τον τόπο σου, ας είν΄ και μπαλωμένο (παροιμία). 3. χώρος: Αυτό το μπαούλο έπιασε τον τόπο. 4. θέση: Κάθε πράμα στον τόπο του. 5. στα μαθηματικά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τόπος νοητός — (topos noetos) (греч.) мыслимое место. Умопостигаемое пространство, в котором находятся эйдосы (Платон). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г.… … Философская энциклопедия
Οὐχ ὁ τόπος τὸν ἄνδρα, ἀλλ’ ὁ ἀνὴρ αὐτὸν ἔντιμον ποιεῖ. — См. Не место человека красит, но человек место … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
γεωμετρικός τόπος — Βλ. λ. γεωμετρία … Dictionary of Greek
Κρανίου τόπος — Βλ. λ. Γολγοθάς … Dictionary of Greek
έπαυλη — Τόπος αναψυχής μακριά από την τακτική κατοικία. Η έ. παρουσιάζεται στους προελληνικούς πολιτισμούς (θερινές κατοικίες στην Αίγυπτο, στη μινωική Κρήτη κ.α.), όχι όμως και στον δημοκρατικό ελληνικό κόσμο. Ακόμα και στη δημοκρατική Ρώμη δεν υπάρχουν … Dictionary of Greek
επαυλή — Τόπος αναψυχής μακριά από την τακτική κατοικία. Η έ. παρουσιάζεται στους προελληνικούς πολιτισμούς (θερινές κατοικίες στην Αίγυπτο, στη μινωική Κρήτη κ.α.), όχι όμως και στον δημοκρατικό ελληνικό κόσμο. Ακόμα και στη δημοκρατική Ρώμη δεν υπάρχουν … Dictionary of Greek
στρατόπεδο — Τόπος εγκατάστασης στρατεύματος ή ατόμων οργανωμένων στρατιωτικά. Επίσης, τόπος περιορισμού πολιτικών αντιπάλων (σ. συγκέντρωσης). Στην αρχαία Ρώμη, ο στρατός δε στρατοπέδευε, αν προηγούμενα δεν οχυρωνόταν σε θέση η οποία είχε επιλεγεί. Το… … Dictionary of Greek
σωφρονιστήριο — Τόπος ή ίδρυμα στο οποίο στέλνονται άτομα για σωφρονισμό. Σ. λέγεται και φυλακή στην οποία φυλακίζονται άτομα για να εκτίσουν την ποινή τους. Οι διάφορες μέθοδοι που χρησιμοποιούνται στα σ. λέγονται σωφρονιστικά συστήματα. Παρά τις σποραδικές… … Dictionary of Greek