-
41 стация
ο χώροςο τόποςτο μέροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стация
-
42 трясина
(топ.) Ο ελώδης τόποςο βάλτοςτο τέλμα, ο βούρκοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > трясина
-
43 хранение
η φύλαξ/η, η αποθήκευσηплата за - груза на ж.-д. станции сверх срока οι επισταλίες για - του φορτίου στον σιδηροδρομικό σταθμόсрок - я προθεσμία/διορία - ης- σε χύμαхолодильное - σε ψύξη/ψυγείοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > хранение
-
44 жительство
жительство с η διαμονή, η κατοίκηση место \жительствоа о τό πος διαμονής* * *сη διαμονή, η κατοίκησηме́сто жи́тельства — ο τόπος διαμονής
-
45 безлесье
безлес||ьес ἡ ἔλλειψη [-ις] δασών, ὁ ἀδάσωτος τόπος. -
46 жительство
житель||ствос ἡ διαμονή (постоянное)! ἡ προσωρινή διαμονή, ἡ πα-ρεπιδημία (временное):место \жительствоства ὁ τόπος διαμονής· ◊ вид на \жительствоство τό προσωρινό δελτίο ταυτότητας (άδεια διαμονής). -
47 заболоченный
заболоченныйприл ἐλώδης:\заболоченныйая местность ὁ ἐλώδης τόπος, ὁ βαλτότο-πος. -
48 лобный
лобн||ыйприл анат. μετωπικός, μετωπιαίος:\лобныйая кость τό μετωπιαΐον ὀσ-τοῦν \лобныйая пазуха τό μετωπιαίον ἄντρον· ◊ \лобныйое место ист. ὁ τόπος τής ἐκτελέσεως στήν Ρωσία. -
49 лозцаияк
лозца́||иякм ὁ ίτεών, τόπος φυτεμένος μέ Ιτιές. -
50 малонаселенный
малонаселенныйприл ἀραιοκατοικημένος, ὀλιγάνθρωπος:\малонаселенныйая местность ἀραιοκατοικημένος τόπος. -
51 местность
местн||остьж ὁ τόπος, ἡ περιοχή, τό μέρος, ἡ τοποθεσία:гористая (лесистая) \местность ἡ βουνώδης (ή δασώδης) περιοχή· красивая \местность ὀμορφη τοποθεσία· открытая \местность ὁ ἀνοικτός χώρος· дачная \местность ἡ ἐξοχἡ. -
52 местопребывание
местопребываниес ἡ διαμονή, ὁ τόπος διαμονής. -
53 назначение
назнач||ениес1. (срока, цена и т. п.) ὁ καθορισμός·2. (на должность и т. п.) ὁ διορισμός·3. (врачебное) ἡ ἐντολή, ἡ συνταγή·4. (цель) ὁ προορισμός:поезд особого \назначениеения τραίνο εἰδικού προορισμοῦ· место \назначениеения ὁ τόπος προορισμοῦ. -
54 низииа
низи́иаж ὁ χαμηλός τόπος, τά χαμηλά. -
55 общий
общ||ийприл1. κοινός, γενικός:\общийее дело ἡ κοινή ὑπόθεση· \общийие интересы τά κοινά συμφέροντα· \общийее благо τό κοινό καλό, ἡ γενική εὐδαιμονία· \общий язык ἡ κοινή γλώσσα· \общийие расходы ἡ συνολική δαπάνη, τά κοινά ἔξοδα· \общийая черта τό κοινό χαρακτηριστικό· \общийее правило ὁ γενικός κανόνας· к \общийему удивлению προς γενικήν ἐκπληξιν, εἰς ἔκπληξιν ὅλων· с \общийего согласия μέ κοινή συγκατάθεση· \общийимн усилиями μέ κοινές προσπάθειες·2. (совокупный) ὁλικός, συνολικός:\общийая сумма τό ὁλικό (или τό συνολικό) ποσό· \общий итог τό σύνολο, τό γενικόν ἀθροισμα· ◊ \общийее впечатление ἡ γενική ἐντύπωση· \общийее место а) ὁ κοινός τόπος, б) ἡ κοινοτοπία (банальность)· \общийее образование ἡ γενική μόρφωση· \общийее собрание ἡ γενική συνέλευση· места́ \общийего пользования οἱ κοινοί χώροι, τά δημόσια μέρη· в \общийих чертах σέ γενικές γραμμές· в \общийем (в итоге) ἐν τέλει· в \общийем и целом γενικώς, γενικά, ἐν γένει· в \общийей сложности συνολικά, ἐν συνόλω· не иметь ничего́ \общийего δέν ἔχω τίποτε τό κοινό· \общий наибольший делитель мат ὁ μέγιστος κοινός διαιρέτης· \общийее наименьшее кратное мат τό ἐλάχιστο κοινό πολλαπλάσιο. -
56 плацдарм
плацдармм1. воен. τό στρατιωτικόν πεδίον2. перен τό προγεφύρωμα, τόπος ἐπιθετικής ἐξορμήσεως. -
57 пожарище
пожар||ищес ὁ τόπος τῆς πυρκαϊᾶς. -
58 положение
положени||ес1. (местоположение) ἡ θέση [-ις], ὁ τόπος·2. (поза) ἡ θέση [-ις], ἡ στάση [-ις], ἡ πόζα·3. (состояние) ἡ κατάσταση [-ις]:международное \положение ἡ διεθνής κατάσταση· чрезвычайное \положение ἡ κατάσταση ἐκτακτου ἀνάγκης· затруднительное \положение ἡ δύσκολη θέση, ἡ ἀμηχανία, безвыходное \положение τό ἀδιέξοδο[ν], скверное \положение ἡ κατάντια, ἡ ἀσχημη κατάσταση· быть на военном \положениеи βρίσκομαι σέ κατάσταση πολέμου· быть на нелегальном \положениеи εἶμαι σέ παρανομία· выходить из \положениея βρίσκω διέξοδον4. (общественное, социальное) ἡ κοινωνική θέση·5. (тезис) ἡ θέση, ἡ θέσις:основные \положениея οἱ θεμελιώδεις θέσεις·6. (закон, устав) ἡ διάταξη [-ις], ὁ κανονισμός, τό καταστατικό·, \положение о выборах ὁ κανονισμός τῶν ἐκλογών ◊ быть в \положениеи (о беременной) разг εἶμαι Εγκυος· на высоте \положениея στό ῦψος τῶν περιστάσεων. -
59 рождаемостьение
рождаемость||ениес ἡ γέννηση [-ις]:год \рождаемостьениеения τό ἐτος γεννήσεως· место \рождаемостьениеения τόπος γεννήσεως· день \рождаемостьениеения τά γενέθλια· с (от) \рождаемостьениеения ἐκ γενετής, ἀπό γεννησιμιοῦ· глухой от \рождаемостьениеения κουφός ἐκ γενετής. -
60 сбор
сборм1. τό μάζεμα, ἡ συλλογή / ὁ ἔρανος (пожертвований):\сбор подписей τό μάζεμα (или ἡ συλλογή) ὑπογραφών \сбор членских взносов ἡ είσπραξη τῶν συνδρομών τών μελών (οργάνωσης)·2. (урожая) ἡ συγκομιδή / ὁ τρυγητός, ὁ τρύγος (винограда):\сбор олив τό μάζεμα τής ἐλιᾶς·3. (налог) ἡ εἰσπραξη [-ις]:почтовый \сбор τά ταχυδρομικά τέλη· таможенный \сбор ὁ τελωνειακός δασμός· гербовый \сбор τέλη χαρτοσήμου·4. (встреча) ἡ συγκέντρωση [-ις], ἡ συνάντηση [-ις], ἡ συνάθροιση [-ις].· место \сбора ὁ τόπος τής συγκέντρωσης, τό μέρος τής συναθροίσεως· быть в \сборе είμαστε ὅλοι παρόντες, είμεθα ἐν ἀπαρτία·5. воен. τό προσκλη-τήριο[ν]·6. \сборы мн. (приготовления) οἱ προετοιμασίες, αί προετοιμασίαι, οἱ προπαρασκευές:долгие \сборы μακρόχρονες προετοιμασίες· ◊ в театре полный \сбор τό θέατρο εἶναι γεμάτο.
См. также в других словарях:
τόπος — place masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… … Dictionary of Greek
τόπος — ο 1. έκταση γης, μέρος, τοποθεσία: Άγονος τόπος. 2. ορισμένη περιοχή, χώρα, πατρίδα: Παπούτσι από τον τόπο σου, ας είν΄ και μπαλωμένο (παροιμία). 3. χώρος: Αυτό το μπαούλο έπιασε τον τόπο. 4. θέση: Κάθε πράμα στον τόπο του. 5. στα μαθηματικά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τόπος νοητός — (topos noetos) (греч.) мыслимое место. Умопостигаемое пространство, в котором находятся эйдосы (Платон). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г.… … Философская энциклопедия
Οὐχ ὁ τόπος τὸν ἄνδρα, ἀλλ’ ὁ ἀνὴρ αὐτὸν ἔντιμον ποιεῖ. — См. Не место человека красит, но человек место … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
γεωμετρικός τόπος — Βλ. λ. γεωμετρία … Dictionary of Greek
Κρανίου τόπος — Βλ. λ. Γολγοθάς … Dictionary of Greek
έπαυλη — Τόπος αναψυχής μακριά από την τακτική κατοικία. Η έ. παρουσιάζεται στους προελληνικούς πολιτισμούς (θερινές κατοικίες στην Αίγυπτο, στη μινωική Κρήτη κ.α.), όχι όμως και στον δημοκρατικό ελληνικό κόσμο. Ακόμα και στη δημοκρατική Ρώμη δεν υπάρχουν … Dictionary of Greek
επαυλή — Τόπος αναψυχής μακριά από την τακτική κατοικία. Η έ. παρουσιάζεται στους προελληνικούς πολιτισμούς (θερινές κατοικίες στην Αίγυπτο, στη μινωική Κρήτη κ.α.), όχι όμως και στον δημοκρατικό ελληνικό κόσμο. Ακόμα και στη δημοκρατική Ρώμη δεν υπάρχουν … Dictionary of Greek
στρατόπεδο — Τόπος εγκατάστασης στρατεύματος ή ατόμων οργανωμένων στρατιωτικά. Επίσης, τόπος περιορισμού πολιτικών αντιπάλων (σ. συγκέντρωσης). Στην αρχαία Ρώμη, ο στρατός δε στρατοπέδευε, αν προηγούμενα δεν οχυρωνόταν σε θέση η οποία είχε επιλεγεί. Το… … Dictionary of Greek
σωφρονιστήριο — Τόπος ή ίδρυμα στο οποίο στέλνονται άτομα για σωφρονισμό. Σ. λέγεται και φυλακή στην οποία φυλακίζονται άτομα για να εκτίσουν την ποινή τους. Οι διάφορες μέθοδοι που χρησιμοποιούνται στα σ. λέγονται σωφρονιστικά συστήματα. Παρά τις σποραδικές… … Dictionary of Greek