-
1 οπαδός
[опалое] ουσ. а. сторонник, последователь, болельщик.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > οπαδός
-
2 последователь
-
3 приверженец
-нца α. οπαδός, θιασιώτης, υπερασπιστής•приверженец классицизма οπαδός του κλασ-σικισμού.
-
4 сторонник
-а α. -ца, -ы θ.οπαδός• θια-σιώτης•-абсолютизма οπαδός του απολυταρχισμού•
движение -ов мира το κίνημα των οπαδών της ειρήνης.
-
5 приверженец
ο οπαδός, ο υπερασπιστής, о θιασώτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > приверженец
-
6 сепаратизм
полит. το χωριστικό κίνημαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сепаратизм
-
7 сторонник
ο οπαδός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сторонник
-
8 сторона
сторона ж 1) (направление) η κατεύθυνση, η μεριά 2) το μέρος, ο τόπος 3) (край, бок) η πλευρά, η μεριά; с правой \сторонаы από τα δεξιά; в сторону στην μπάντα; на той \сторонае αντίπερα; в \сторонае στο πλάι, παράμερα 3) (поверхность) η πλευρά, η επιφάνεια; обратная \сторона η ανάποδη; лицевая \сторона η καλή όψη 4) мн. стороны οι αμφότεροι ◇ с одной \сторонаы...с другой \сторонаы... από τη μια μεριά... απ" την άλλη сторонник м о οπαδός; \сторонаи мира οι οπαδοί της ειρήνης* * *ж1) ( направление) η κατεύθυνση, η μεριά2) το μέρος, ο τόπος3) (край, бок) η πλευρά, η μεριάс пра́вой стороны́ — από τα δεξιά
в сто́рону — στην μπάντα
на той стороне́ — αντίπερα
в стороне́ — στο πλάι, παράμερα
4) ( поверхность) η πλευρά, η επιφάνειαобра́тная сторона́ — η ανάποδη
лицева́я сторона́ — η καλή όψη
5) мн.сто́роны — οι αμφότεροι
••с одно́й стороны́... с друго́й стороны́... — από τη μια μεριά... από την άλλη
-
9 сторонник
мο οπαδόςсторо́нники ми́ра — οι οπαδοί της ειρήνης
-
10 адепт
адептм ὁ θιασώτης, ὁ ὁπαδός. -
11 болельщик
болельщикм спорт, разг ὁ φανατικός ὁπαδός (αθλητικής ὁμάδας). -
12 изоляционист
изоляционистм полит ὁπαδός τής πολιτικής τής ἀπομόνωσης. -
13 ленинец
ленин||ецм ὁ λενινιστής, ὁ Οπαδός τοῦ λενινισμοῦ. -
14 поборник
поборни||км книжн. ὁ ὑπερασπιστής (защитник) / ὁ ὁπαδός (сторонник):\поборникки ми́ра о£ ὁπαδοί τής είρήνης. -
15 последователь
последовательм ὁ ὁπαδός (сторонник). -
16 приверженец
привержен||ецм ὁ ὁπαδός, ὁ ὑποστηρικτής. -
17 реваншйст
реванш||йстм ὁ ρεβανσίστας, ὁ ὁπαδός τής πολιτικής τής ρεβάνς. -
18 сепаратист
сепарат||и́стм ὁ ὁπαδός χωριστικοῦ κινήματος. -
19 сторонник
сторонни||км ὁ ὁπαδός, ὁ θιασώτης:\сторонникки мира οἱ ὁπαδοί τής είρήνης. -
20 сторонница
сторонни||цаж ἡ ὁπαδός, ἡ θιασώτης.
См. также в других словарях:
οπαδός — ο, η (Α ὀπαδός, ιων. τ. ὀπηδός) αυτός που συμπορεύεται, συνοδοιπόρος, ακόλουθος νεοελλ. αυτός που αποδέχεται και ακολουθεί τις πολιτικές ή κοινωνικές ή φιλοσοφικές ιδέες κάποιου, θιασώτης αρχ. 1. σωματοφύλακας («ἐμοὶ δ ὀπαδοὺς τούσδε καὶ… … Dictionary of Greek
οπαδός — ο 1. ακόλουθος, συμπαραστάτης, σύντροφος. 2. ομοϊδεάτης, θιασώτης, υπέρμαχος, υποστηριχτής: Οι οπαδοί του κόμματος, της θεωρίας κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀπαδός — ὀπᾱδός , ὀπηδός attendant masc/fem nom sg (doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσουλμάνος — Οπαδός της ισλαμικής θρησκείας. Η λέξη προέρχεται από την αραβική μούσλιμ, μετοχή του ρήματος άσλαμα, που σημαίνει «παραδίδομαι στον θεό»· κατά συνέπεια, μουσουλμάνος σημαίνει «αυτός που παραδίδεται στον θεό, αυτός που δέχεται το Ισλάμ» (την… … Dictionary of Greek
πατρόφιλος — Οπαδός του αρειανισμού που ανέπτυξε τη δράση του τον 4o αι. και ο οποίος είχε γράψει επιστολή στον επίσκοπο Aλεξανδρείας Αλέξανδρο με την οποία υπερασπιζόταν τον ‘Aρειο. Ο Π. καταγόταν από τη Σκυθόπολη, όπου είχε πολλούς ομοϊδεάτες. Το γεγονός… … Dictionary of Greek
πραγματιστής ο — οπαδός του πραγματισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
αλλόδοξος — η, ο (Α ἀλλόδοξος, ον) νεοελλ. 1. οπαδός άλλης θρησκείας, αλλόθρησκος 2. οπαδός άλλου θρησκευτικού δόγματος, ετερόδοξος αρχ. 1. αυτός που έχει διαφορετική ή σφαλερή αντίληψη για κάτι 2. οπαδός άλλης σχολής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + δοξος < δόξα … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek