-
1 τυραννίδες
τυραννίςmonarchy: fem nom /voc pl -
2 τρί-πτυχος
τρί-πτυχος, dreifaltig, dreifach, aus drei Schichten, Lagen über einander bestehend; τρυφάλεια, Il. 11, 353; νεκροί, Eur. Phoen. 1629; τυραννίδες, Herc. Fur. 474.
-
3 τυραννίς
τυραννίς, ίδος, ἡ, Herrschaft eines Tyrannen, unumschränkte, willkührliche Herrschaft, Gewaltherrschaft, übh. Oberherrschaft; Schol. Aesch. Prom. 224 bemerkt τὸ τυραννίδος ὄνομα τοῖς μὲν παλαιοτάτοις ἄγνωστον· οὗτος δὲ ὁ ποιητὴς οἶδεν αὐτό, καὶ πρὸ αὐτοῦ Ἀρχίλοχος ( frg. 2); vgl. Schol. argum. Soph. O. R. ὀψέ ποτε τοῦδε τοῦ ὀνόματος εἰς Ἕλληνας διαδοϑέντος κατὰ τοὺς Ἀρχιλόχου χρόνους, καϑάπερ Ἱππίας ὁ σοφιστής φησι; Pind. P. 2, 87. 11, 53; Διός, Aesch. Prom. 357, u. öfter in diesem Stücke, wie sonst; ὦ πλοῦτε καὶ τυραννί, Soph. O. R. 380, u. öfter, Königsherrschaft; oft bei Eur.; Her. oft, der auch αἱ τυραννίδες = οἱ τύραννοι braucht, 8, 137; vgl. Aesch. Ch. 967; ραννίδα καϑίστασϑαι, Ar. Vesp. 502; Plat. oft, gew. im tadelnden Sinne. Bei Isocr. = βασιλεῖαι, 3, 22. – In LXX. fem. von τύραννος.
-
4 δι-οικέω
δι-οικέω (nach den Attieisten impf. ἐδιῴκουν, δεδιῴκημαι, s. Macho unten); – 1) abgesondert bewohnen; οἰκήσεις ἰδίας διῳκηκός Plat. Tim. 19 e. So im med., κατὰ κώμας, vereinzelt in Flecken wohnen, Xen. Hell. 5, 2, 5. Gew. – 2) durch das Haus walten, verwalten, τάς τε οἰκίας καὶ τὰς πόλεις Plat. Men. 91 a, u. oft; auch Folgde; τὴν πόλιν καὶ τὴν βασιλείαν Isocr. 2, 2; τὰ τῆς πόλεως Ar. Eccl. 305; πολέμους Din. 1, 69; τὰ πρὸς τὴν πόλιν, τὰ πολιτικά, Dem. u. A.; πόλις διοικεῖται νόμοις καὶ ψηφίσμασι Dem. 24, 152, wie πᾶς ὁ τῶν ἀνϑρώπων βίος φύσει καὶ νόμοις διοικεῖται 25, 15; αἱ τυραννίδες διοικοῠνται Aesch. 1, 4. Allgemeiner, einrichten, anordnen, τὰ ἀνϑρώπινα Plat. Legg. VII, 713 c; ταπεινῶς τὸν βίον Isocr. 1, 10; von der Behandlung eines rhetorischen Stoffes, Dion. Hal.; auch im med., vom Verwalten des Geldes, Dem. 20, 33; ἐπὶ τραπέζῃ, vom Wechselgeschäft, 45, 33; auch = besorgen, anschaffen; εἴ τινος ἐνδεἴ πρὸς τὰ Παναϑήναια διοικηϑῇ 24, 97; vgl. ἀπορῶ ὁπόϑεν τὰ ἄλλα διοικῶ 27, 66; δεδιῴκηται πάλαι, ist verausgabt, Macho bei Ath. VIII, 841 c; – τὴν ἀδελφὴν καλῶς διῴκηκεν, hat er gut versorgt, Dem. 24, 202; übh. = behandeln; οἷά με δ. Alciphr. 2, 2; erhalten, ernähren, τὰ ὑποτίτϑια γάλακτι διοικεῖται Ath. II, 46 e; vgl. αὑτὸν εὐτελῶς διοικῶν, d. i. einfach lebend, Plut. Cleom. 32; Strab. XIX, 659. – Bei den Aerzten = verdauen, D. L. 6, 34. – Med., für sich anordnen, Dem.; bes. = etwas ausführen, oft mit der Nebenbdtg »durch schlimme Ränke u. Listen«; μετὰ πλείστης ἡσυχίας πάνϑ' ὅσα βοαλεται Φίλιππος διοικήσεται 8, 13; ἵνα ἃ βουλόμεϑα ὦμεν διῳκημένοι 18, 178; ἀδίκους πλεονεξίας 44, 38; πρός τινα, mit Einem ein Abkommen treffen, 58, 19.
-
5 διατελης
-
6 διαιρετός
A divided, separated, opp. σύνθετος, X.Cyr.4.3.20; δ. τυραννίδες, of extreme oligarchies and pure democracies, Arist.Pol. 1312b37.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαιρετός
-
7 διατελής
διατελ-ής, ές,A continuous, incessant, ; ever-flowing,ὕδατα Ael.VH13.1
; permanent,τυραννίδες Pl.R. 618a
; perpetual,ἀρετή IG7.2509
([place name] Thebes). ( διὰ τέλους serves as the Adv.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διατελής
-
8 τυραννίς
A :—monarchy, sovereignty,μεγάλης οὐκ ἐρέω τ. Archil.25
, cf. Pi.P.2.87, 11.53 (pl.), S.OT 535, E.Ba.43, etc.; of the sovereignty of Zeus,ἡ Διὸς τ. A.Pr. 10
, al., cf. infr. 11.2:—but more freq.II despotic rule, obtained by force or fraud, tyranny, Simon.71, Hdt.3.53,81, Ar.V. 417, Th.1.13, etc.; τυραννίδα ἔχετε τὴν ἀρχήν (of the Athenians) Id.3.37; τ. ὑμῶν lordship over you, D.2.30: metaph.,ἡ ἐπιθυμιῶν ἐν ψυχῇ τ. Pl. Lg. 863e
.2 in concrete sense, ἡ Διὸς τ. royal Zeus, S.Fr. 345: pl., αἱ τυραννίδες, = οἱ τύραννοι, Hdt.8.137;ἴδεσθε χώρας τὴν διπλῆν τ. A.Ch. 973
.IV name of a medicine, Gal.14.165.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυραννίς
См. также в других словарях:
τυραννίδες — οι, Ν ζωολ. η οικογένεια στρουδιόμορφων πτηνών τύραννοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. tyrannidae < tyrannus < λατ. tyrannus] … Dictionary of Greek
τυραννίδες — τυραννίς monarchy fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατελής — διατελής, ές (Α) 1. αδιάκοπος, συνεχής («διατελεῑς βρονταί») 2. διαρκής, μόνιμος («τυραννίδες διατελεῑς») 3. αιώνιος («ἀρετὴ διατελής»). [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + τελής < τέλος*] … Dictionary of Greek
ολιγαρχία — Ονομασία που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στο πολιτικό καθεστώς, όπου η πολιτική εξουσία ήταν συγκεντρωμένη στα χέρια λίγων ανθρώπων, που διέθεταν μεγάλο πλούτο: η κυβέρνησή τους θεωρούνταν αντίθετη προς τον νόμο, γιατί απέκλειε μεγάλο αριθμό… … Dictionary of Greek
τύραννος — Έτσι ονομαζόταν στην αρχαιότητα ο ανώτατος άρχων. Αργότερα, ο άνθρωπος που καταλάμβανε τα ανώτατα αξιώματα και τα ασκούσε κατά τρόπο αυθαίρετο και ανεξέλεγκτο. Στον Μεσαίωνα, ο ιδιώτης που σφετεριζόταν τη βασιλική εξουσία, χωρίς να έχει το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek