Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δια-τελής

См. также в других словарях:

  • συντελής — ές, Α 1. αυτός που πληρώνει από κοινού με άλλον φόρους («αἵδε τῶν πόλεων Χερρονησίοις συντελεῑς οὖσαι ἀπέδοσαν», επιγρ.) 2. αυτός που πληρώνει φόρο σε κάποιον, που είναι φόρου υποτελής σε κάποιον 3. αυτός που συνεργεί σε κάτι 4. μτφ. συνδεδεμένος …   Dictionary of Greek

  • διατελής — διατελής, ές (Α) 1. αδιάκοπος, συνεχής («διατελεῑς βρονταί») 2. διαρκής, μόνιμος («τυραννίδες διατελεῑς») 3. αιώνιος («ἀρετὴ διατελής»). [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + τελής < τέλος*] …   Dictionary of Greek

  • τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»