Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τυλίζω

См. также в других словарях:

  • τυλίζω — βλ. τυλίγω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τυλίγω — τυλίσσω, ΝΜΑ, και τυλίζω Ν, και αττ. τ. τυλίττω Α (ιδίως σχετικά με νήμα, ταινία, ύφασμα ή σύρμα) περιελίσσω, στρέφω κάτι γύρω από τον εαυτό του ή γύρω από κάτι άλλο, κουλουριάζω, κουβαριάζω (α. «τής έρριψε μίαν ανεμόσκαλαν μεταξωτήν, τυλιγμένην… …   Dictionary of Greek

  • τυλίγω — και τυλίζω τύλιξα, τυλίχτηκα, τυλιγμένος 1. μαζεύω κάτι και το στρέφω γύρω από τον εαυτό του ή από κάτι άλλο, κουβαριάζω, κουλουριάζω: Τυλίγω την κλωστή. 2. περικαλύπτω, περιβάλλω κάτι με κάλυμμα: Τύλιξέ μου το ψωμί σε χαρτί. 3. μτφ., εξαπατώ,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»