Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

τρῐ-πολος

См. также в других словарях:

  • τρίπολος — ον, Α (για χωράφι) αυτός που οργώθηκε τρεις φορές (α. «νειῷ ἐνὶ τριπόλῳ», Θεόκρ. β. πίειραν ἄρουραν, εὐρεῑαν, τρίπολον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πόλος (< πέλομαι)] …   Dictionary of Greek

  • τριπόλιστος — και τριπόλητος, ον, Α αυτός που λέχθηκε τρεις φορές, που τόν αναπόλησαν τρεις φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + *πολίζω ως άλλος τ. τού πολώ «περιφέρομαι» (< πόλος), πρβλ. ἀναπολίζω: αναπολῶ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»