Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

δικας-πόλος

См. также в других словарях:

  • δικασπόλος — δικασπόλος, ον (Α) 1. το αρσ. ως ουσ. αυτός που απονέμει το δίκαιο, ο δικαστής 2. φρ. «δικασπόλον σκῆπτρον» σκήπτρο, σύμβολο δικαστικής εξουσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ομηρικός τ. που απαντά και στους μτγν. ποιητές. Η λ. παρουσιάζει όμοιο σχηματισμό προς τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»