Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τρῐβ-ή

См. также в других словарях:

  • τρῖβ' — τρῖβε , τρίβω rub pres imperat act 2nd sg τρῖβε , τρίβω rub imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Tribology — is the science and engineering of interacting surfaces in relative motion. It includes the study and application of the principles of friction, lubrication and wear. Tribology is a branch of mechanical engineering. Contents 1 Fundamentals 1.1… …   Wikipedia

  • Conjugaisons Du Grec Ancien (Tableaux) — Sont présentés, de manière synthétique, les tableaux de conjugaisons des verbes en grec ancien. Pour une approche théorique et comparatiste (ainsi qu une bibliographie), consulter l article Conjugaisons du grec ancien. Sommaire 1 Conventions 2… …   Wikipédia en Français

  • Conjugaisons du grec ancien (tableaux) — Article principal : Conjugaisons du grec ancien. Sont présentés, de manière synthétique, les tableaux de conjugaisons des verbes en grec ancien. Pour une approche théorique et comparatiste (ainsi qu une bibliographie), consulter l article… …   Wikipédia en Français

  • Drēyfūß, der — Der Drēyfūß, des es, plur. die füße, überhaupt ein jeder Körper, welcher mit drey Füßen versehen ist. Besonders, ein Küchengeräth, welches aus einem breit geschlagenen eisernen Ringe, oder Dreyecke, mit drey Füßen bestehet, Kessel und Töpfe… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • αφωνόληκτα — Στην καθαρεύουσα, τα ουσιαστικά που έχουν χαρακτήρα (το τελευταίο γράμμα του θέματος) άφωνο γράμμα, δηλαδή χειλικό (π, β, φ), οδοντικό (τ, δ, θ) ή ουρανικό (κ, γ, χ). Τα ουσιαστικά αυτά σχηματίζουν την ονομαστική παίρνοντας ένα ς στο θέμα και… …   Dictionary of Greek

  • κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… …   Dictionary of Greek

  • λιοτριβ(ε)ιό — και λιοτρουβ(ε)ιό, το το λιοτρίβι, το ελαιοτριβείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐλαιοτριβεῖον < ἐλαία (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λιο [II]) + τριβ(ε)ῖον (< τρίβης < τρίβω)] …   Dictionary of Greek

  • πίθων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Σωματοφύλακας και φίλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το 325 π.Χ. ήταν τριήραρχος στο στόλο του Ινδού ποταμού και δυο χρόνια αργότερα έγινε φρούραρχος της Μηδίας. Επικεφαλής σώματος στρατού κατάστειλε την αποστασία των… …   Dictionary of Greek

  • περιτομεύς — ὁ, ΜΑ το ειδικό μαχαίρι τού σκυτοτόμου, τού τσαγκάρη, η φαλτσέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιτομή + κατάλ. εύς (πρβλ. τριβ εύς)] …   Dictionary of Greek

  • σαβακός — ή, όν, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) (στους Χίους) «σαθρός» 2. (για έλκος) αυτός που έχει σαπίσει ή ο σχεδόν σάπιος 3. συντετριμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος, άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα ακός (πρβλ. μαλ ακός, τριβ ακός). Η σύνδεση με το όν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»