-
1 τρηβ-
см. τριβ\ -
2 τρίβω
μετ.1) тереть; натирать; растирать; 2) протирать, изнашивать (одежду, обувь и т. п.); 3) шелушить, лущить;, 4) чистить (ножи, вилки);§ τρίβω τα μάτια μου — глазам своим не верить (от удивления);
τρίβω τα χέρια μου — потирать руки (от удовольствия и т. п.);
τρίβ κάποιου τη μούρη ( — или την κασσίδα) — задать кому-л. головомойку;
θα ιδούν πώς το τρίβουν το πιπέρι! — я им покажу (где раки зимуют)!;
1) — натираться;τρίβομαι
растираться;2) протираться, изнашиваться (об одежде, обуви и т. п.); 3) крошиться; 4) перен. набираться опыта; § έχει τριφτεί στη δουλιά он на этом деле собаку съел
См. также в других словарях:
τρῖβ' — τρῖβε , τρίβω rub pres imperat act 2nd sg τρῖβε , τρίβω rub imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Tribology — is the science and engineering of interacting surfaces in relative motion. It includes the study and application of the principles of friction, lubrication and wear. Tribology is a branch of mechanical engineering. Contents 1 Fundamentals 1.1… … Wikipedia
Conjugaisons Du Grec Ancien (Tableaux) — Sont présentés, de manière synthétique, les tableaux de conjugaisons des verbes en grec ancien. Pour une approche théorique et comparatiste (ainsi qu une bibliographie), consulter l article Conjugaisons du grec ancien. Sommaire 1 Conventions 2… … Wikipédia en Français
Conjugaisons du grec ancien (tableaux) — Article principal : Conjugaisons du grec ancien. Sont présentés, de manière synthétique, les tableaux de conjugaisons des verbes en grec ancien. Pour une approche théorique et comparatiste (ainsi qu une bibliographie), consulter l article… … Wikipédia en Français
Drēyfūß, der — Der Drēyfūß, des es, plur. die füße, überhaupt ein jeder Körper, welcher mit drey Füßen versehen ist. Besonders, ein Küchengeräth, welches aus einem breit geschlagenen eisernen Ringe, oder Dreyecke, mit drey Füßen bestehet, Kessel und Töpfe… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
αφωνόληκτα — Στην καθαρεύουσα, τα ουσιαστικά που έχουν χαρακτήρα (το τελευταίο γράμμα του θέματος) άφωνο γράμμα, δηλαδή χειλικό (π, β, φ), οδοντικό (τ, δ, θ) ή ουρανικό (κ, γ, χ). Τα ουσιαστικά αυτά σχηματίζουν την ονομαστική παίρνοντας ένα ς στο θέμα και… … Dictionary of Greek
κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… … Dictionary of Greek
λιοτριβ(ε)ιό — και λιοτρουβ(ε)ιό, το το λιοτρίβι, το ελαιοτριβείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐλαιοτριβεῖον < ἐλαία (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λιο [II]) + τριβ(ε)ῖον (< τρίβης < τρίβω)] … Dictionary of Greek
πίθων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Σωματοφύλακας και φίλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το 325 π.Χ. ήταν τριήραρχος στο στόλο του Ινδού ποταμού και δυο χρόνια αργότερα έγινε φρούραρχος της Μηδίας. Επικεφαλής σώματος στρατού κατάστειλε την αποστασία των… … Dictionary of Greek
περιτομεύς — ὁ, ΜΑ το ειδικό μαχαίρι τού σκυτοτόμου, τού τσαγκάρη, η φαλτσέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιτομή + κατάλ. εύς (πρβλ. τριβ εύς)] … Dictionary of Greek
σαβακός — ή, όν, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) (στους Χίους) «σαθρός» 2. (για έλκος) αυτός που έχει σαπίσει ή ο σχεδόν σάπιος 3. συντετριμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος, άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα ακός (πρβλ. μαλ ακός, τριβ ακός). Η σύνδεση με το όν … Dictionary of Greek