-
1 τράπεζ'
τράπεζα, τράπεζαtable: fem nom /voc sgτράπεζαι, τράπεζαtable: fem nom /voc pl -
2 τράπεζα
A table, esp. dining-table, eating-table, freq. in Hom., Τηλεμάχοιο τ., ἐμὴ τ., Od.17.333, 447, cf. IG12.330.4, Men.518.2;τ. παραθεῖναι Hdt.6.139
, Alex.171;παρέκειτο τ. Il.24.476
; τ. εἰσφέρειν, ἐπάγειν, Ar.V. 1216, Anaxandr. 2 (but ἐσῄρετο is prob. cj.);ἡ τ. εἰσῄρετο Ar.Ra. 518
;τ. ἀφαιρεῖν Od. 19.61
, X.Smp.2.1 ([voice] Pass.);αἴρειν Men.273
, cf. 451;ἐκφέρειν Pl.Com. 69.2
; ξενίη τ. the hospitable board,ἴστω Ζεύς.. ξενίη τε τ. Od.14.158
, cf. 21.28;ᾔσχυνε ξενίαν τ. κλοπαῖσι A.Ag. 401
(lyr.), cf. 701 (lyr.);ὅρκον μέγαν, ἅλας τε καὶ τράπεζαν Archil.96
, cf. Wilcken Chr.11.58 (ii B. C.);ἡ ξενικὴ τ. Aeschin.3.224
;τοὺς τῆς πόλεως ἅλας καὶ τὴν δημοσίαν τ. Id.2.22
; δέξασθαι τραπέζῃ καὶ κοίτῃ entertain at bed and board, Hdt.5.20;κοίτης μεθέξουσα καὶ τραπέζης μόνον Plu.Brut.13
;ἐπὶ τὰς αὐτὰς τ. ἰέναι Antipho 2.1.10
; τράπεζαν Περσικὴν παρετίθετο he kept a table in the Persian fashion, Th.1.130;τ. κοσμεῖν X. Cyr.8.2.6
, etc.; εἰς ἀλλοτρίαν τ. ἀποβλέπειν live at other men's table, at their expense, Id.An.7.2.33; τὴν τ. ἀνατρέπειν upset the table, D.19.198; prov. of a spendthrift, And.1.130; table dedicated to the gods, on which meats and offerings were set out, IG12.190.4, 840.19, 22.1245.6, 1534.163, 1933.2, Din.3.2;τ. ἱερά PCair.Zen. 708
(iii B. C.); ἐπὶ τὴν τ. τῶν Διοσκόρων ib.569.24 (iii B. C.); τ. Κυρίου, τ. δαιμονίων, 1 Ep.Cor.10.21.2 table, as implying what is upon it, meal,ἄνομος τ. Hdt.1.162
, cf. E.Alc.2, X.An.7.3.22; alsoβορᾶς τ. S.OT 1464
; Συρακοσίων τ., prov. of luxurious living, Ar.Fr. 216, cf. Pl.R. 404d; Σικελικαὶ τ. prov. ap. Jul. Or.6.203a;πολυτελὴς τ. Epicur.Ep.3p.64U.
; δεύτεραι τ. the second course, Plu.2.133e, Ath.14.639b; cf. τράγημα.II money-changer's counter,ἐν ἀγορᾷ ἐπὶ τῶν τ. Pl.Ap. 17c
, cf. Plu.2.70f;αἱ τ. τῶν κολλυβιστῶν Ev.Matt.21.12
; most freq. bank, Lys 9.5, etc.; ἡ ἐργασία ἡ τῆς τ. the right to operate the bank, D.36.6; ἡ ἐγγύη ἡ ἐπὶ τὴν τ. security given to the bank, Id.33.10;δοῦναι ἀργύριον ἐπὶ τ. Ev.Luc.19.23
;τὸ ἐπὶ τὴν τ. χρέως D.33.24
;οἱ ἐπὶ ταῖς τ.
bankers,Isoc.
17.2; κατασκευάζεσθαι τράπεζαν set up a bank, Is.Fr.66; τῆς τ. ἀνασκευασθείσης the bank having been broken, D.33.9; δημοσία τ. public bank at Delos, IG22.2336.180 (i B. C.); in Egypt, POxy. 835 (Aug.), etc.; βασιλικὴ τ. in Egypt, PEleph.27.22 (iii B. C.), PTeb.27.70 (ii B. C.), etc.;χειριστὴς τῆς ἐν τῇ Πολέμωνος μερίδι τ. PEnteux.38.1
(iii B. C.); opp.ἰδιωτικὴ τ. POxy. 305
(i A. D.), etc.; κολλυβιστικαὶ τ. ib.1411.4 (iii A. D.).3 tablet or slab with a relief or inscription, τ. χαλκῆ Orac. ap. D.21.53, cf. Paus.8.31.3; at a tomb, Plu.2.838c.8 shoulder-blade, Poll.2.177.9 grinding surface of the teeth, ib.93, Ruf.Onom.54. (The word is shortd. from τετράπεζα; hence the question καὶ πόθεν ἐγὼ τρίπουν τ. λήψομαι; as if this were an absurdity, Ar.Fr. 530;τ. τρισκελεῖς Cratin.301
:—so τρίπεζα, τρέπεδδα (qq. v.), of three-legged tables.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τράπεζα
-
3 τραπεζείτης
A v. τραπεζίτης.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραπεζείτης
-
4 τραπεζεύς
A at, of a table, in Hom. always κύνες τραπεζῆες dogs fed from their master's table, Il.22.69, 23.173, Od.17.309:—[full] τραπεζῆται in Ibyc.60; cf.τραπεζίτης 111
.II parasite, Plu.2.50c;Ἅιδου τ. Aristias
Trag.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραπεζεύς
-
5 τραπεζεῖον
τραπεζ-εῖον, τό,A = τραπέζιον 1, IG22.1541.27 (iv B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραπεζεῖον
-
6 τραπεζήεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραπεζήεις
-
7 τραπεζήτας
A v. τραπεζεύς.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραπεζήτας
-
8 τραπεζία
τραπεζ-ία, ἡ,A = τραπεζοποιία (which shd. perh. be read), Thphr.HP 3.10.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραπεζία
-
9 τραπεζίας
τραπεζ-ίας· παρὰ τῇ τραπέζῃ τρυφομένους, Hsch. (leg. τραπεζῆας, τρεφ-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραπεζίας
-
10 τραπέζιον
A small table, Phylarch.44 J.: table of a money-changer, Lys.Fr.50.II Geom., trapezium, Arist. Pr. 911a7, Archim.Sph.Cyl.1.10, al., D.P.175, Str.2.5.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραπέζιον
-
11 τραπεζόω
A offer to a god,ὅσα κα οἱ θύοντες.. τραπεζῶντι IG5(1).1390.86
(Andania, i B. C.); prob. rest. ib.12(2).72 (Mytil., [voice] Pass.): intr. in [voice] Act., receive an offering, of the gods, Jul.Or.5.176d (s. v. l.).II [voice] Pass., to be set upon a table, S.Fr. 611.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραπεζόω
-
12 τραπεζώ
τρᾰπεζ-ώ, ἡ,A = τραπεζοφόρος 2, Hsch. ( τραπεζών cod.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραπεζώ
-
13 τραπεζώδης
τρᾰπεζ-ώδης, ες,A = τραπεζοειδής, χωρίον Str.17.1.37, cf. Ruf.Oss.24, Sor.Fract.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραπεζώδης
-
14 τραπέζωμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραπέζωμα
-
15 τραπεζωνία
τρᾰπεζ-ωνία, ἡ,A hiring of tables, Inser. Magn.116.41 (ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραπεζωνία
-
16 τραπέζωσις
A a setting upon a table, Plu. in Hes.79 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραπέζωσις
-
17 εἰσαίρω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσαίρω
См. также в других словарях:
τράπεζ' — τράπεζα , τράπεζα table fem nom/voc sg τράπεζαι , τράπεζα table fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… … Dictionary of Greek
καμπανάρης — και καμπανάρος, ο (Μ καμπανάρης) 1. κωδωνοκρούστης, ιδίως μοναστηριού 2. γεν. νεωκόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπάνα + κατάλ. άρης*, πρβλ. αλογ άρης, τραπεζ άρης ο τ. καμπανάρος από μεταπλασμό τού καμπανάρης κατά τα ουσ. σε ος] … Dictionary of Greek
καρακάλλιον — καρακάλλιον, τὸ (Α) πάπ. υποκορ. τού καράκαλλον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καράκαλλ ον + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. καλάθ ιον, τραπέζ ιον] … Dictionary of Greek
καχρυδίας — καχρυδίας, ὁ (Α) 1. (ενν. άρτος) αυτός που έχει κατασκευαστεί από καβουρντισμένο κριθάρι 2. φρ. «καχρυδίας πυρός» είδος σιταριού που μοιάζει με κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κάχρυδ (κάχρυς, υδος) + κατάλ. ίας (πρβλ. κλιμακ ίας, τραπεζ ίας)) … Dictionary of Greek
λυσσήεις — λυσσήεις, εσσα, εν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μανιώδης». [ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + κατάλ. ήεις (πρβλ. λωβ ήεις, τραπεζ ήεις)] … Dictionary of Greek
λωβήεις — λωβήεις, εσσα, εν (Α) 1. βλαβερός 2. υβριστικός, προσβλητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λώβη «κακομεταχείριση, προσβολή» + κατάλ. ήεις (πρβλ. τραπεζ ήεις, φθογγ ήεις)] … Dictionary of Greek
μάγειρος — και μάγερος και μάγειρας και μάγερας, ο, θηλ. μαγείρισσα και μαγέρισσα (AM μάγειρος, θηλ. μαγείρισσα, Α δωρ. τ. μάγιρος, αιολ. τ. μάγοιρος, θηλ. μαγείραινα, Μ και μάγειρας και μάγερας) αυτός που παρασκευάζει φαγητά, που έχει έργο να μαγειρεύει (α … Dictionary of Greek
πρινεύς — έως, ὁ, Α δάσος από πουρνάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῖνος + κατάλ. εύς (πρβλ. τραπεζ εύς)] … Dictionary of Greek
τραπεζόεδρος — η, ο, Ν 1. (για στερεά) αυτός τού οποίου οι έδρες είναι τραπέζια 2. το ουδ. ως ουσ. το τραπεζόεδρο α) στερεό τού οποίου οι έδρες είναι τραπέζια β) (κρυσταλλ.) πολύεδρο με έξι, οκτώ, δώδεκα ή εικοσιτέσσερεις έδρες, σχήματος τραπεζίου, από τις… … Dictionary of Greek
φρονιμίτης — ο, Ν ανατ. το δόντι τραπεζίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρόνιμος + κατάλ. ίτης* (πρβλ. τραπεζ ίτης). Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. φρονιμῖται, μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek