-
1 τρύπημα
τρύπημα, ατος, τό (τρυπάω; Aristoph.; Aeneas Tact. 725 al.; Philo Mech. 57, 19; Hero Alex., Plut. et al.) that which is bored, a hole τρύπημα ῥαφίδος eye of a needle Mt 19:24.—DELG s.v. τρυπάω. -
2 τρύπημα
τρύπημαthat which is bored: neut nom /voc /acc sg -
3 τρύπημα
A that which is bored, a hole, Eup.354; in the ψῆφος, Arist.Ath.69.1; τ. νεώς, i. e. one of the holes through which the oars worked, Ar. Pax 1234; in the flute, Archyt. 1, Plu.2.389d; in a gate-fastening, the hole for the βάλανος, Aen. Tact. 18.3; ῥαφίδος (cf. τρυμαλιά) Ev.Matt.19.24;μυρμήκων AP11.78
(Lucill.); sens. obsc., Ar.Ec. 624, Hermog. Id.2.3, Procop.Arc.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρύπημα
-
4 τρύπημ'
τρύπημα, τρύπημαthat which is bored: neut nom /voc /acc sgτρύ̱πημι, τρυπάωbore: pres ind act 1st sgτρύ̱πημαι, τρυπάωbore: pres ind mp 1st sg -
5 τρυπημάτων
τρύπημαthat which is bored: neut gen pl -
6 τρυπήμασι
τρύπημαthat which is bored: neut dat pl -
7 τρυπήμασιν
τρύπημαthat which is bored: neut dat pl -
8 τρυπήματα
τρύπημαthat which is bored: neut nom /voc /acc pl -
9 τρυπήματι
τρύπημαthat which is bored: neut dat sg -
10 τρυπήματος
τρύπημαthat which is bored: neut gen sg -
11 δυσθεώρητος
δυσ-θεώρητος, ον,II hard to understand or reduce to theory,τέχνη Ph.Bel.49.19
, cf. Plb.3.31.7, Phld.Rh.1.141 S., Ph.2.84.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσθεώρητος
-
12 κατακρούω
4 in Archit. perh., = διακρούω, IG 7.4255.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακρούω
-
13 τρῆμα
-
14 ἐπιστεγνόω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιστεγνόω
-
15 τρῆμα
τρῆμα, ατος, τό (τετραίνω ‘bore through’; Aristoph., Hippocr., Pla.+; PRyl 21 Fgm. 3 II, 5 [I B.C.]; EpArist 61=Jos., Ant. 12, 66) opening, hole τρῆμα ῥαφίδος eye of a needle Mt 19:24 v.l. (for τρύπημα). Mk 10:25 v.l. (for τρυμάλια). Also τρῆμα βελόνης Lk 18:25. S. the lit. under κάμηλος, κάμιλος, τρυμαλιά.—DELG s.v. τετραίνω. M-M. -
16 ῥαφίς
ῥαφίς, ίδος, ἡ (ῥάπτω ‘sew’) needle esp. one used for sewing (Hippocr., Morb. 2, 66 al.; POxy 736, 75) τρύπημα (v.l. τρῆμα) ῥαφίδος eye of a needle Mt 19:24. Also τρυμαλιὰ ῥ. Mk 10:25; Lk 18:25 v.l. (βελόνη in Lk’s text may reflect a higher style, s. New Docs 5, 80).—See s.v. βελόνη, also Field, Notes 196; PMinear, JBL 61, ’42, 157–69 and lit. at κάμηλος.—B. 412. DELG s.v. ῥάπτω. M-M.
См. также в других словарях:
τρύπημα — that which is bored neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρύπημα — το, ατος 1. η διάνοιξη τρύπας, η τρυπησιά: Έκανε τρύπημα στ αυτιά για να περάσει σκουλαρίκια. 2. τσίμπημα, κεντηματιά με μυτερό όργανο: Τρύπημα απ αγκάθι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρύπημα — ήματος, το, ΝΜΑ [τρυπῶ] νεοελλ. 1. η ενέργεια τού τρυπώ, διάνοιξη οπής 2. τσίμπημα με αιχμηρό όργανο ή αντικείμενο, κεντηματιά («τρύπημα από αγκάθι») αρχ. 1. οπή, τρύπα 2. η οπή τής βελόνας, τρυμαλιά 3. (σχετικά με πλοίο) η κοιλότητα όπου… … Dictionary of Greek
τρύπημ' — τρύπημα , τρύπημα that which is bored neut nom/voc/acc sg τρύ̱πημι , τρυπάω bore pres ind act 1st sg τρύ̱πημαι , τρυπάω bore pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυπημάτων — τρύπημα that which is bored neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυπήμασι — τρύπημα that which is bored neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυπήμασιν — τρύπημα that which is bored neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυπήματα — τρύπημα that which is bored neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυπήματι — τρύπημα that which is bored neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυπήματος — τρύπημα that which is bored neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατρύπημα — το, Α πλάγιο τρύπημα, άνοιγμα στα πλευρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τρύπημα (< τρυπῶ)] … Dictionary of Greek