-
1 τρυμαλιά
-
2 τρυμαλιᾷ
-
3 τρυμαλιά
τρυμαλιά, ᾶς, ἡ (τρύω ‘to rub away’; Sotades Fgm. 1 Diehl=Coll. Alex. 1 p. 238 [in Plut., Mor. 11a, sexual connotation]; Aesop, Fab. 26 H. of the openings in a fisher’s net; Judg 15:11 B; Jer 13:4; 16:16) hole τρυμαλιὰ ῥαφίδος eye of a needle Mt 19:24 v.l.; Mk 10:25; Lk 18:25 v.l.—See κάμηλος and κάμιλος.—On the eye of a needle as a symbol of the smallest thing imaginable s. JSepp, ZDPV 14, 1891, 30–34.—DELG s.v. τρύω. M-M. -
4 τρυμαλιά
τρῡμαλιά̱, τρυμαλιάhole: fem nom /voc /acc dualτρῡμαλιά̱, τρυμαλιάhole: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
5 τρυμαλιά,-ᾶς
+ ἡ N 1 0-3-3-0-0=6 JgsB 6,2; 15,8.11; Jer 13,4; 16,16hole (in the rock); neol.? -
6 τρυμαλιά
τρῡμᾰλ-ιά, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρυμαλιά
-
7 τρῆμα
τρῆμα, ατος, τό (τετραίνω ‘bore through’; Aristoph., Hippocr., Pla.+; PRyl 21 Fgm. 3 II, 5 [I B.C.]; EpArist 61=Jos., Ant. 12, 66) opening, hole τρῆμα ῥαφίδος eye of a needle Mt 19:24 v.l. (for τρύπημα). Mk 10:25 v.l. (for τρυμάλια). Also τρῆμα βελόνης Lk 18:25. S. the lit. under κάμηλος, κάμιλος, τρυμαλιά.—DELG s.v. τετραίνω. M-M. -
8 τρυμαλιάς
-
9 τρυμαλιᾶς
-
10 τρυμαλιαίς
-
11 τρυμαλιαῖς
-
12 τρυμαλιαί
τρῡμαλιαί, τρυμαλιάhole: fem nom /voc pl -
13 τρυμαλιών
-
14 τρυμαλιῶν
-
15 τρυμαλιάν
τρῡμαλιά̱ν, τρυμαλιάhole: fem acc sg (attic doric aeolic) -
16 τρυμαλιάς
τρῡμαλιά̱ς, τρυμαλιάhole: fem acc pl -
17 τρυμαλιήν
τρῡμαλιήν, τρυμαλιάhole: fem acc sg (epic ionic) -
18 τρύπημα
A that which is bored, a hole, Eup.354; in the ψῆφος, Arist.Ath.69.1; τ. νεώς, i. e. one of the holes through which the oars worked, Ar. Pax 1234; in the flute, Archyt. 1, Plu.2.389d; in a gate-fastening, the hole for the βάλανος, Aen. Tact. 18.3; ῥαφίδος (cf. τρυμαλιά) Ev.Matt.19.24;μυρμήκων AP11.78
(Lucill.); sens. obsc., Ar.Ec. 624, Hermog. Id.2.3, Procop.Arc.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρύπημα
-
19 μαλία
μαλία s. τρυμαλιά. -
20 ῥαφίς
ῥαφίς, ίδος, ἡ (ῥάπτω ‘sew’) needle esp. one used for sewing (Hippocr., Morb. 2, 66 al.; POxy 736, 75) τρύπημα (v.l. τρῆμα) ῥαφίδος eye of a needle Mt 19:24. Also τρυμαλιὰ ῥ. Mk 10:25; Lk 18:25 v.l. (βελόνη in Lk’s text may reflect a higher style, s. New Docs 5, 80).—See s.v. βελόνη, also Field, Notes 196; PMinear, JBL 61, ’42, 157–69 and lit. at κάμηλος.—B. 412. DELG s.v. ῥάπτω. M-M.
См. также в других словарях:
τρυμαλιά — τρῡμαλιά̱ , τρυμαλιά hole fem nom/voc/acc dual τρῡμαλιά̱ , τρυμαλιά hole fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυμαλιᾷ — τρῡμαλιᾷ , τρυμαλιά hole fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυμαλιά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. τρυμαλιή Α (στην αρχ. με τη λ. ῥαφίς) η οπή τής βελόνας αρχ. οπή, τρύπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύμη / τρῦμα (για τον σχηματισμό τής λ. βλ. λ. αρμαλιά)] … Dictionary of Greek
τρυμαλίτις — ίτιδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) προσωνυμία τής Αφροδίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυμαλιά + κατάλ. ῖτις (πρβλ. αρεοπαγ ῖτις)] … Dictionary of Greek
τρύπημα — ήματος, το, ΝΜΑ [τρυπῶ] νεοελλ. 1. η ενέργεια τού τρυπώ, διάνοιξη οπής 2. τσίμπημα με αιχμηρό όργανο ή αντικείμενο, κεντηματιά («τρύπημα από αγκάθι») αρχ. 1. οπή, τρύπα 2. η οπή τής βελόνας, τρυμαλιά 3. (σχετικά με πλοίο) η κοιλότητα όπου… … Dictionary of Greek
τρύω — Α (εύχρηστοι τ. ο παθ. παρακμ. τέτρυμαι και η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ. τετρυμένος) βασανίζω, ταλαιπωρώ («ἀεὶ δὲ τοῡ παρόντος ἀχθηδὼν κακοῡ τρύσει σ », Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τρύω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *teru / *tru , η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη … Dictionary of Greek
ԳՈՄ — I. (գոս, գոյ, գոյր, գուցէ, գոլ, գոլով.) NBH 1 0568 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c ὐπάρχω, εἱμί existo, sum Բայ էական պակասաւոր, եւ այն ստէպ վարի յերրորդ դէմս. Գտանիլ կամ լինել իրօք. որ եւ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԾԱԿ — (ու, ուց, եւ ի, աց.) NBH 1 1001 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 12c գ. τρύπημα, τρυμαλιά, τρώγλη, ὁπή foramen, caverna. Ծերպ փոքրիկ. ճաղքուած. անցք. մուտ. ելք. պատուհան. խորշ. անձաւ. ... *Ծակ, ասղան, կամ վիմի, կամ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
τρυμαλιαῖς — τρῡμαλιαῖς , τρυμαλιά hole fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυμαλιαί — τρῡμαλιαί , τρυμαλιά hole fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυμαλιᾶς — τρῡμαλιᾶς , τρυμαλιά hole fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)