-
1 τρυφερά
-
2 τρυφερᾷ
-
3 τρυφερά
τρυφερόςdelicate: neut nom /voc /acc plτρυφερά̱, τρυφερόςdelicate: fem nom /voc /acc dualτρυφερά̱, τρυφερόςdelicate: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
4 τρυφεράν
τρυφερά̱ν, τρυφερόςdelicate: fem acc sg (attic doric aeolic) -
5 τρυφεράς
τρυφερά̱ς, τρυφερόςdelicate: fem acc pl -
6 παροίνιος
παροίν-ιος, ον,II befitting a drinking party,ὄρχησις Ath.14.629e
, cf. Luc.Salt.34;ἀγών Ph.1.353
; π. ᾠδαί, μέλη, drinking songs, Sch.Ar.V. 1217, 1231 ; τὰ Πραξίλλης παροίνια drinking songs, ib. 1232 ;τρυφερὰ καὶ π. γράφειν Plu. Dem.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παροίνιος
-
7 ἄρμα 2
ἄρμα 2.Grammatical information: n.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Connected with αἴρω, - ομαι as `take for onself' or with ἀραρίσκω, cf. ἄρμενα in the meaning `food' and ἁρμαλιά. - Further in the gloss νωγαλεύματα η νωγαλίσματα τὰ κατὰ λεπτὸν ἐδέσματα. οἱ δε τὰ μη εἰς χορτασίαν, ἀλλὰ τρυφερὰ ἄρματα H. NGr. (Pont., Capp.) ἄρματα `ornaments of a woman' can hardly belong here.Page in Frisk: 1,143Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄρμα 2
-
8 σαῦλος
Grammatical information: adj.Meaning: Poet. adj. of unclear and varying meaning, referring to walk(ing) and movement (cf. Treu Von Homer zur Lyrik 253 a. 295): σαῦλα βαίνειν h. Merc. 28 (of a tortoise), Anacr. 168 (Bacchantes), Semon. 18 (horse), σαῦλαι Βασσαρίδες (Anacr. 55), by H. explained with κοῦφα, ἥσυχα, τρυφερά resp. with ἁβρόν, κοῦφον, ἄκρον, τρυφερόν; after sch. Ar. V. 1169 = τὸ φαῦλον καὶ διερρυηκός, so approxim. `light, dainty, delicate, prancing'?; as 1. member in σαυλο-πρωκτιάω (Ar. V. 1173).Derivatives: σαυλόομαι (E. Kyk. 40: κῶμοι... ἀοιδαῖς βαρβίτων σαυλούμενοι), after H. τρυφᾶν, θρύπτεσθαι, ἐναβρύνεσθαι, δια- σαῦλος (Ar. Fr. 624; διασαυλούμενον διακινούμενον καὶ ἐναβρυνόμενον, η διασειόμενον H.), with σαύλωμα θρύμμα H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Rhyming to φαῦλος and perh. arisen through cross with it; other adj. barytona in - λος are μάχλος, κτίλος, ἕωλος. Besides with ν-suffix σαυνά ( σαῦνα?) ἁπαλά H. -- Already because of the uncleare meaning etymolog. difficult to determine. Cf. on σαύρα. -- Prob. belongs to a group (see s.v. σαυκός) of Pre-Greek words.Page in Frisk: 2,682-683Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σαῦλος
-
9 ὅσος
ὅσος, η, ον (Hom.+) correlative w. πόσος, τοσοῦτος (Jos., Ant. 1, 318)① pert. to an extent of space or time that is of the same extent as another extent of the same order, as great, as far, as longⓐ of space τὸ μῆκος αὐτῆς (τοσοῦτόν ἐστιν), ὅσον τὸ πλάτος its length is as great as its breadth Rv 21:16.—ὅσον ὅσον a short distance (for ὅσον doubled s. Aristoph., Vesp. 213; Leonidas: Anth. Pal. 7, 472, 3; Hesych. 1421) Lk 5:3 D.ⓑ of time ἐφʼ ὅς. χρόνον as long as (UPZ 160, 12 [119 B.C.]) Ro 7:1; 1 Cor 7:39; Gal 4:1. Also ἐφʼ ὅσον (X., Cyr. 5, 5, 8; Polyaenus 4, 7, 10; UPZ 162 I, 23 [117 B.C.]; Jos., Ant. 13, 359) Mt 9:15; 2 Pt 1:13. ὅς. χρόνον (X., Cyr. 5, 3, 25; Josh 4:14) Mk 2:19. ἔτι μικρὸν ὅσον ὅσον (B-D-F §304; Rob. 733; JWackernagel, Glotta 4, 1913, 244f; OLagercrantz, Eranos 18, 1918, 53ff) in a very little while Hb 10:37; 1 Cl 50:4 (both after Is 26:20).—ἐν ὅσῳ (Aristoph., Pax 943; Thu. 8, 87, 4) while Dg 8:10.② pert. to a comparative quantity or number of objects or events; how much (many), as much (many) as (Aelian, VH 1, 4) ὅσον ἤθελον as much as they wanted J 6:11 (Appian, Bell. Civ. 4, 11 §173 ὅσον ἐβούλετο; Just., A I, 45, 1 ὅσα βούλει ἐξέταζε).—W. πάντες (ἅπαντες) all who (Jos., Ant. 18, 370; Just., D. 11, 2) ἅπαντες ὅσοι all who Lk 4:40; J 10:8; Ac 3:24; 5:36f. πάντα ὅσα everything that (Job 1:12; GrBar 7:2; Philo, Op. M. 40; Jos., Ant. 10, 35) Mt 7:12; 13:46; 18:25; 28:20; Mk 6:30a; 11:24; 12:44; Lk 18:12, 22.—Even without πάντες/πάντα, ὅσοι/ὅσα has the mng. all that (Polyaenus 17, 15, 2; Jos., Ant. 12, 399; Just., D. 26, 1; 87, 4) οἱ πιστοὶ ὅσοι συνῆλθαν τῷ Πέτρῳ all the believers who came with Peter Ac 10:45. ἱμάτια ὅσα all the garments that 9:39. ὅσα κακὰ ἐποίησεν all the harm that he has done vs. 13. ὅσα εἶδες παράδοξα GJs 20:4. ὅσοι …, αὐτοῖς all who …, to them J 1:12. ὅσοι …, ἐπʼ αὐτούς Gal 6:16. ὅσοι …, οὗτοι all who …, (these) (Herm. Wr. 4, 4) Ro 8:14; Gal 6:12. ὅσα …, ταῦτα Phil 4:8 (for ὅσα repeated six times cp. Liban., Or. 20 p. 443, 1, where ὅσοι is repeated three times. Also Appian, Liby. 117 §554 ὅσα περιττὰ καὶ μάταια καὶ τρυφερὰ ἦν). W. οὗτοι preceding Hb 2:15.—Abs. ὅσοι (cp. Pla., Rep. 3, 415a) all those who Mt 14:36; Mk 3:10; Ac 4:6, 34; 13:48; Ro 2:12ab; 6:3 al. ὅσα everything that, whatever Mt 17:12; Mk 3:8; 5:19f; 9:13; 10:21; Lk 4:23; 8:39ab; Ac 14:27; 2 Ti 1:18 al. W. ἄν (ἐάν) making the expr. more general all those who, whoever, lit. as many as ever (pap, LXX) ὅσοι w. ind. foll. Mk 6:56; w. subjunctive foll. Mt 22:9; Lk 9:5; Ac 2:39. ὅσα ἐάν (PGM 12, 71 ὅσα ἐὰν θέλω; Mel., P. 35, 237 πάντα ὅσα ἐὰν γίνεται) Mt 18:18ab, or ἄν J 11:22. Likew. πάντα ὅσα ἐάν (or ἄν) w. subj. foll. Mt 7:12; 21:22; 23:3 (s. on this HGrimme, BZ 23, ’35, 171–79); Ac 3:22.③ pert. to degree of correlative extent: ὅσον …, μᾶλλον περισσότερον as much as …, so much the more Mk 7:36; cp. Hs 9, 1, 8. ὅσον …, πλειόνως the more …, the more IEph 6:1. πλείονος …, καθʼ ὅσον πλείονα as much more … as Hb 3:3. καθʼ ὅσον …, κατὰ τοσοῦτο to the degree that …, to the same degree 7:20, 22. καθʼ ὅσον …, οὕτως just as …, so 9:27f. τοσούτῳ …, ὅσῳ (by) as much …, as 1:4. τοσούτῳ μᾶλλον, ὅσῳ all the more, as 10:25 (s. τοσοῦτος 5). τοσοῦτόν με ὠφελεῖν …, ὅσον Papias (2:4). Without τοσούτῳ to the degree that (Polyb. 4, 42, 5; Plut., Alex. M. 5, 5) Hb 8:6. ὅσα … τοσοῦτον to the degree that … to the same degree Rv 18:7. ὅσον as far as 19:8; D 12:2. On ἐφʼ ὅσον s. ἐπί 13 and 18cβ.—DELG. M-M.
См. также в других словарях:
τρυφερά — τρυφερός delicate neut nom/voc/acc pl τρυφερά̱ , τρυφερός delicate fem nom/voc/acc dual τρυφερά̱ , τρυφερός delicate fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυφερᾷ — τρυφερός delicate fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυφεράν — τρυφερά̱ν , τρυφερός delicate fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυφεράς — τρυφερά̱ς , τρυφερός delicate fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
μαρούλι — Ποώδες φυτό της οικογένειας των συνθέτων (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία του είναι Lactuca sativa. Φέρει πολυάριθμα πλατιά ωοειδή φύλλα, τα κατώτερα από τα οποία σχηματίζουν παράρριζο ρόδακα, ενώ τα ανώτερα είναι πυκνά διατεταγμένα γύρω… … Dictionary of Greek
τρυφερός — ή, ό / τρυφερός, ά, όν, ΝΜΑ απαλός, μαλακός (α. «το τρυφερό κλωνάρι μόνο να χω», Σολωμ. β. «φιλομηλίτσας τρυφεράς», Πρόδρ. γ. «ταῑς τρυφεραῑς ἡμᾱς χερσὶν ὑπεξέβαλεν», Ανθ. Παλ.) 2. μτφ. α) αβρός, μειλίχιος, στοργικός (α. «έχει τρυφερά αισθήματα»… … Dictionary of Greek
λάπατο ή λάπαθο — Γένος δικοτυλήδονων, ποωδών φυτών της οικογένειας Polygonacea. Η επιστημονική του ονομασία είναι Rumex. Το γένος περιλαμβάνει 200 είδη μονοετή, διετή ή πολυετή, τα οποία απαντώνται κυρίως στο βόρειο ημισφαίριο. Η επιστημονική ονομασία του πιο… … Dictionary of Greek
τρυφερός — ή, ό επίρρ. ά. 1. αβρός, απαλός, μαλακός: Τρυφερά χεράκια. 2. μτφ., ευαίσθητος, συναισθηματικός, στοργικός: Έχει τρυφερή καρδιά. 3. αδύνατος, λεπτοκαμωμένος: Τρυφερά βλαστάρια. 4. ερωτικός: Τρυφερές σχέσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ … Dictionary of Greek
άρμα — Αρχαία πόλη της Ταναγραίας στη Βοιωτία. Πήρε το όνομά της από το άρμα του Αμφιάραου που, σύμφωνα με τοπική παράδοση, εξαφανίστηκε στη θέση αυτή κατά τη φυγή των Αργείων από τις Θήβες. Την πόλη αυτή μνημονεύει και ο Όμηρος. * * * (I) ἄρμα, η (Α)… … Dictionary of Greek