-
1 τρυγήτρια
τρυγήτριαfem nom /voc sg -
2 τρυγήτρια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρυγήτρια
-
3 τρυγήτριαι
τρυγήτριαfem nom /voc pl
См. также в других словарях:
τρυγήτρια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγήτρια — η, ΝΑ βλ. τρυγητής … Dictionary of Greek
τρυγήτριαι — τρυγήτρια fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγητής — Άλλη ονομασία του Σεπτεμβρίου, μήνα στον οποίο γίνεται η συγκομιδή των σταφυλιών, ο τρύγος. Ο μήνας αυτός ήταν αφιερωμένος από τους αρχαίους Ρωμαίους στον θεό Ήφαιστο, προς τιμήν του οποίου γιόρταζαν τα Βουλκανάλια. Ανάλογη γιορτή είχαν και οι… … Dictionary of Greek