-
1 τροποποιώ
(ε) μετ.1) (видо)изменять; вносить поправки (в текст.); 2) модифицировать -
2 τροποποιώ
[тропопио] р. изменять, видоизменять,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τροποποιώ
-
3 τροποποιώ
[тропопио] ρ изменять, видоизменять. -
4 τροποποιώ
(kısmen) değiştirmek -
5 τροποποιώ
amender -
6 τροποποιώ
1) modyfikować czas.2) poprawiać czas.3) ulepszać czas.4) usprawniać czas.5) usprawnić czas.6) zmieniać czas. -
7 τροποποιώ
1) doplnit2) měnit3) pozměnit4) zlepšit5) změnit -
8 τροποποιώ
1) alter2) amend3) modifyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > τροποποιώ
-
9 модифицировать
τροποποιώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > модифицировать
-
10 doplnit
τροποποιώ -
11 amend
τροποποιώ -
12 modyfikować
τροποποιώ -
13 usprawnić
τροποποιώ -
14 видоизменить
τροποποιώμεταβάλλωαλλάζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > видоизменить
-
15 поправить
поправить διορθώνω, επανορθώνω (исправить) τροποποιώ (изменить) \поправиться 1) (выздороветь) γίνομαι καλά, αναρρώνω 2) (пополнеть) χοντραίνω, παχαίνω* * * -
16 изменять
измен||ятьнесов1. (делать другим) ἀλλάζω, μεταβάλλω / τροποποιώ, τροπο-λογῶ (видоизменять) / μεταλλάσσω (переменять):\изменять проект закона τροποποιώ τό νομοσχέδιο· \изменять смысл слова τροπο-λογῶ ^или ἀλλάζω) τό νόημα τῆς λέξης· \изменять мнение μεταβάλλω γνώμη·2. (предавать) προδίδω, παραβαίνω, ἀθετω:\изменять долгу παραβαίνω τό καθήκον μου· \изменять убеждениям ἀπαρνοῦμαι τίς πεποιθήσεις μου· \изменять слову δέν βαστώ τό λόγο μου·3. (быть неверным) ἀπιστω, ὀπατῶ· ◊ силы мне \изменятья́ют μέ προδίδουν οἱ δυνάμεις μου· если память мие не \изменятьяет ἄν δέν μέ γελάει ἡ μνήμη μου. -
17 видоизменить
-меню, -менишь, к. -менишь ρ.σ.μ.αλλάζω το είδος, τη μορφή, το σχήμα, μεταμορφώνω, μετασχηματίζω• τροποποιώ• μεταποιώ•видоизменить план τροποποιώ το σχέδιο•
видоизменить костюм μεταποιώ το κουστούμι.
μεταμορφώνομαι, μεταλλάσσομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
18 изменять
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изменять
-
19 исправлять
1. (изменять, поправлять) τροποποιώ 2. (устранять недостатки, ошибки) επιδιορθώνω, επισκευάζω, επανορθώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > исправлять
-
20 переделать
(изменить, сделать иным) μετατρέπω, τροποποιώ, μεταποιώ, αλλάζω, διορθώνω-ся αλλάζω, τροποποιούμαιμεταποιούμαι, διορθώνομαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > переделать
См. также в других словарях:
τροποποιώ — τροποποιώ, τροποποίησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τροποποιώ — Ν επιφέρω μεταβολές, κάνω αλλαγή σε κάτι, μεταρρυθμίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρόπος + ποιώ*] … Dictionary of Greek
τροποποιώ — τροποποίησα, τροποποιήθηκα, τροποποιημένος, μεταρρυθμίζω, μετατρέπω κάτι: Τροποποιήθηκαν τρία άρθρα του νόμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταγράφω — και ματαγράφω (ΑM μεταγράφω) 1. γράφω εκ νέου, τροποποιώ ή διορθώνω ό,τι έγραψα, ξαναγράφω («ἅ δ οὐ καλῶς ἔγνων τότ , αὖθις μεταγράφω καλῶς πάλιν ἐς τήνδε δέλτον», Ευρ.) 2. αντιγράφω 3. μεταφράζω, ερμηνεύω («ἠξίωσεν οὗτος καὶ τὰ ὀνόματα...… … Dictionary of Greek
τροποποίηση — η, Ν [τροποποιώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τροποποιώ, μερική μεταβολή, μεταρρύθμιση («τροποποίηση τού σχεδίου») … Dictionary of Greek
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
αναδιοργανώνω — διοργανώνω εκ νέου, τροποποιώ την υπάρχουσα οργάνωση προς το καλύτερο, οργανώνω σε νέες βάσεις, ανασυγκροτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + διοργανώνω. ΠΑΡ. αναδιοργάνωση, αναδιοργανωτικός, αναδιοργάνωτος. Η λ. αναδιοργανώ ( όω), ούμαι,… … Dictionary of Greek
αναθεωρώ — ( έω) (Α ἀναθεωρῶ) εξετάζω εκ νέου, επανεξετάζω, ελέγχω με ακρίβεια νεοελλ. τροποποιώ, ανασκευάζω ριζικά τις ιδέες, τις θεωρίες ή τις αποφάσεις μου αρχ. εξετάζω, παρατηρώ προσεκτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θεωρῶ. ΠΑΡ. αναθεώρηση ( ις) νεοελλ.… … Dictionary of Greek
ανασυντάσσω — (Α ἀνασυντάσσω) νεοελλ. συντάσσω πάλι, ανασυγκροτώ, ανασχηματίζω αρχ. τροποποιώ την πολεμική εισφορά … Dictionary of Greek
ατροποποίητος — η, ο 1. αυτός που δεν τροποποιήθηκε, ο αμετάβλητος 2. αυτός που δεν επιδέχεται τροποποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τροποποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] … Dictionary of Greek
διασκευάζω — (Α διασκευάζω) 1. διευθετώ, τακτοποιώ 2. τροποποιώ, μετατρέπω, μετασκευάζω νεοελλ. επεξεργάζομαι λογοτεχνικά έργα περικόπτοντας, τροποποιώντας ή συμπληρώνοντας τα αρχ. 1. εφοδιάζω 2. στολίζω 3. συλλέγω, απανθίζω λογοτεχνικά κείμενα 4. μέσ.… … Dictionary of Greek