Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

τρομερός

См. также в других словарях:

  • τρομερός — trembling masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρομερός — ή, ό / τρομερός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Α αυτός που προξενεί τρόμο, φοβερός (α. «τρομερό θέαμα» β. «ἀλλ ἧ Κρονίου Πανὸς τρομερᾷ μάστιγι φοβεῑ;», Ευρ.) νεοελλ. 1. (συνεκδ. και μτφ.) α) πολύ μεγάλος, τεράστιος, ισχυρός («τρομερή μνήμη») β) (για… …   Dictionary of Greek

  • τρομερός — ή, ό επίρρ. ά 1. που προκαλεί τρόμο, τρομαχτικός, φρικιαστικός, απαίσιος: Τρομερή πυρκαγιά. 2. μτφ., ικανότατος: Τρομερός άνθρωπος. 3. μτφ., καταπληκτικός, τεράστιος, μέγιστος: Τρομερές επιπτώσεις στην πολιτική ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρομερά — τρομερός trembling neut nom/voc/acc pl τρομερά̱ , τρομερός trembling fem nom/voc/acc dual τρομερά̱ , τρομερός trembling fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρομερόν — τρομερός trembling masc acc sg τρομερός trembling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρομεραῖς — τρομερός trembling fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρομεραί — τρομερός trembling fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρομεροῖο — τρομερός trembling masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρομεροῖς — τρομερός trembling masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρομεροῖσι — τρομερός trembling masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρομεροῖσιν — τρομερός trembling masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»