-
1 τρομερός
τρομερόςtrembling: masc nom sg -
2 τρομερός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρομερός
-
3 τρομερός
1) dire2) frightful3) terribleΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > τρομερός
-
4 τρομερά
τρομερόςtrembling: neut nom /voc /acc plτρομερά̱, τρομερόςtrembling: fem nom /voc /acc dualτρομερά̱, τρομερόςtrembling: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
5 τρομερόν
τρομερόςtrembling: masc acc sgτρομερόςtrembling: neut nom /voc /acc sg -
6 τρομεραί
τρομερόςtrembling: fem nom /voc pl -
7 τρομερούς
τρομερόςtrembling: masc acc pl -
8 τρομερή
τρομερόςtrembling: fem nom /voc sg (epic ionic) -
9 τρομερήν
τρομερόςtrembling: fem acc sg (epic ionic) -
10 τρομεράι
-
11 τρομερᾶι
-
12 τρομερή
-
13 τρομερῇ
-
14 τρομερής
-
15 τρομερῆς
-
16 τρομερήσι
-
17 τρομερῇσι
-
18 τρομεραίς
-
19 τρομεραῖς
-
20 τρομεροίο
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τρομερός — trembling masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρομερός — ή, ό / τρομερός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Α αυτός που προξενεί τρόμο, φοβερός (α. «τρομερό θέαμα» β. «ἀλλ ἧ Κρονίου Πανὸς τρομερᾷ μάστιγι φοβεῑ;», Ευρ.) νεοελλ. 1. (συνεκδ. και μτφ.) α) πολύ μεγάλος, τεράστιος, ισχυρός («τρομερή μνήμη») β) (για… … Dictionary of Greek
τρομερός — ή, ό επίρρ. ά 1. που προκαλεί τρόμο, τρομαχτικός, φρικιαστικός, απαίσιος: Τρομερή πυρκαγιά. 2. μτφ., ικανότατος: Τρομερός άνθρωπος. 3. μτφ., καταπληκτικός, τεράστιος, μέγιστος: Τρομερές επιπτώσεις στην πολιτική ζωή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρομερά — τρομερός trembling neut nom/voc/acc pl τρομερά̱ , τρομερός trembling fem nom/voc/acc dual τρομερά̱ , τρομερός trembling fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρομερόν — τρομερός trembling masc acc sg τρομερός trembling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρομεραῖς — τρομερός trembling fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρομεραί — τρομερός trembling fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρομεροῖο — τρομερός trembling masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρομεροῖς — τρομερός trembling masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρομεροῖσι — τρομερός trembling masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρομεροῖσιν — τρομερός trembling masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)