Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τρι-κόρωνος

См. также в других словарях:

  • τετρακόρωνος — ον, ΜΑ αυτός που ζει τέσσερεις φορές περισσότερο από την κουρούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + κόρωνος (< κορώνη), πρβλ. τρι κόρωνος] …   Dictionary of Greek

  • πεντακόρωνος — ον, Α αυτός που ζει πέντε φορές περισσότερο από την κορώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + κορώνη (πρβλ. τρι κόρωνος)] …   Dictionary of Greek

  • τρικόρωνος — ον, Α αυτός που έχει ηλικία τριπλάσια τής κουρούνας, ο πολύ γέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κόρωνος (< κορώνη «κουρούνα»), πρβλ. τετρα χόρωνος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»