-
1 τρικορωνος
См. также в других словарях:
τετρακόρωνος — ον, ΜΑ αυτός που ζει τέσσερεις φορές περισσότερο από την κουρούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + κόρωνος (< κορώνη), πρβλ. τρι κόρωνος] … Dictionary of Greek
πεντακόρωνος — ον, Α αυτός που ζει πέντε φορές περισσότερο από την κορώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + κορώνη (πρβλ. τρι κόρωνος)] … Dictionary of Greek
τρικόρωνος — ον, Α αυτός που έχει ηλικία τριπλάσια τής κουρούνας, ο πολύ γέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κόρωνος (< κορώνη «κουρούνα»), πρβλ. τετρα χόρωνος] … Dictionary of Greek