Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τριόδους

См. также в других словарях:

  • τριόδους — ο / τριόδους, οντος, ὁ και ἡ, ΝΑ, και τ. τριώδους, ο, Α νεοελλ. κολεόπτερο έντομο αρχ. 1. αυτός που έχει τρία δόντια, τρεις περόνες («κρεάγρα τριόδους», ΠΔ) 2. (το αρσ.) ο τριόδους α) η τρίαινα β) το καμάκι* γ) χειρουργικό εργαλείο δ) το… …   Dictionary of Greek

  • τριόδους — τρίοδος a meeting of three roads fem acc pl τριόδους with three teeth masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριοδόντων — τριόδους with three teeth masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριόδοντα — τριόδους with three teeth masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριόδοντας — τριόδους with three teeth masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριόδοντες — τριόδους with three teeth masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριόδοντι — τριόδους with three teeth masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριόδοντος — τριόδους with three teeth masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριόδουσι — τριόδους with three teeth masc/fem dat pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριόδουσιν — τριόδους with three teeth masc/fem dat pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριοδόντιον — τὸ, Α [τριόδους, οντος] μικρός τριόδους* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»