-
21 λεπτότριχος
λεπτό-τρῐχος, ον,A v. λεπτόθριξ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεπτότριχος
-
22 λεύκοθριξ
A white-haired, white,λευκότριχα κριόν Ar. Av. 971
;λευκοτρίχων πλοκάμων E.Ba. 112
(lyr.); -τριχες ἵπποι Call. Cer. 121
;τῶν λευκοτρίχων Arist.GA 786a24
;λ. πρόβατα Str.16.4.26
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεύκοθριξ
-
23 λίποθριξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λίποθριξ
-
24 λιποτριχής
λῐπο-τρῐχής, ές,A = λιπόθριξ, AP9.52 (Carph.); [suff] λῐπό-τρῐχος, ον, Nonn.D.26.159.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιποτριχής
-
25 λύσιθριξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λύσιθριξ
-
26 μάκροθριξ
A long-haired, Gp.18.9.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μάκροθριξ
-
27 μαλάκοθριξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαλάκοθριξ
-
28 μαλακότριχος
μᾰλᾰκό-τρῐχος, ον,A with soft hair, Gal.4.605, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαλακότριχος
-
29 μεγάλοθριξ
A with strong or thick hair, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγάλοθριξ
-
30 μελάνθριξ
A = μελανόθριξ, Arist. Phgn. 808a19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελάνθριξ
-
31 μελάνοθριξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελάνοθριξ
-
32 μεσόθριξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσόθριξ
-
33 μικρότριχος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μικρότριχος
-
34 μίξοθριξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μίξοθριξ
-
35 νέοθριξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νέοθριξ
-
36 ξάνθοθριξ
A yellow-haired, Sol.22 (v.l. πυρρό-), Theoc.18.1 ;ξ. ἄνθος Aglaïas 13
; of a horse, chestnut, B. 5.37.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξάνθοθριξ
-
37 οὐλόθριξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐλόθριξ
-
38 οὐλότριχος
οὐλό-τρῐχος, ον (censured by Phot.) occurs in Arist.HA 629b34 (in [comp] Comp.), and is v.l. in Gp.16.1.9 (Posit.).------------------------------------οὐλότρῐχ-ος, ον,A v. οὐλόθριξ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐλότριχος
-
39 πάχυθριξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάχυθριξ
-
40 περίθριξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίθριξ
См. также в других словарях:
τριχός — θρίξ hair fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐκ τριχός κρέμεται. — См. На волоске … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
παχύθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που έχει χοντρές τρίχες 2. αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + θριξ, τριχος (< θρίξ), πρβλ. καλλί θριξ] … Dictionary of Greek
περίθριξ — τριχος, ἡ, Α πλόκαμος, μπούκλα μαλλιών που δεν έχει κοπεί ποτέ από τη γέννηση κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + θρίξ, τριχός] … Dictionary of Greek
πιννινόθριξ — τριχος, ὁ, Μ φρ. «πιννινόθριξ μαλλός» έριο, μαλλί, όμοιο προς τις επιμήκεις, μεταξοειδείς ίνες τής πίννας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίννα + θρίξ, τριχός] … Dictionary of Greek
ποικιλόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α (για ζώα και για πτηνά) αυτός που έχει ποικιλόχρωμο, παρδαλό τρίχωμα ή φτέρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + θρίξ, τριχός (πρβλ. πολύ θριξ)] … Dictionary of Greek
πολιόθριξ — τριχος, β, ή, ΜΑ αυτός που έχει ψαρές τρίχες στο κεφάλι του, γκριζομάλλης («προμάντεις ἱέρειαι πολιότριχες», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός, υπόλευκος» + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. λευκό θριξ] … Dictionary of Greek
πυρινόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει κοκκινωπά μαλλιά, ο κοκκινομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύρινος (Ι) + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. μελανό θριξ, πυρρό θριξ] … Dictionary of Greek
σγουρομελάνθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Μ σγουρομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σγουρός + μέλας + θρίξ, τριχός] … Dictionary of Greek
σκληρόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, και ως επίθ. σκληρότριχος, ον, Α 1. (για ζώα) αυτός που έχει τραχύ τρίχωμα 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει σκληρά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + θρίξ, τριχός (πρβλ. μελανό θριξ)] … Dictionary of Greek
σκολιόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, ΜΑ σγουρομάλλης αρχ. (για φυτά) αυτός που έχει κατσαρά φύλλα («σκολιότριχος ἄνθος ἀκάνθης», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «καμπύλος» + θρίξ, τριχός] … Dictionary of Greek