-
1 λέπτοθριξ
A with fine hair, ἔθειρα, of the eagle, B.5.28;λεπτότριχες Arist.Pr. 966b33
; alsoλεπτότριχοι Id.HA 518b6
: neut. pl. λεπτότριχα (which may come from either form), Id.GA 783a2: [comp] Comp. -τριχώτερος Id.HA 538b8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λέπτοθριξ
-
2 λεπτότριχος
λεπτό-τρῐχος, ον,A v. λεπτόθριξ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεπτότριχος
См. также в других словарях:
λεπτόθριξ — ο, η (Α λεπτόθριξ, τριχος) βλ. λεπτότριχος … Dictionary of Greek
λεπτότριχος — η, ο και λεπτόθριξ, ο, η (Α λεπτόθριξ, τριχος και λεπτότριχος, ον) αυτός που έχει λεπτές τρίχες («λεπτότριχα... ἔθειραν», Βακχυλ.) … Dictionary of Greek