См. также в других словарях:
μεσόθριξ — και μεσίθριξ, τριχος, ὁ και ἡ (ΑM) αυτός ο οποίος έχει κόμη μέτριου μήκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + θρίξ, τριχός (πρβλ. λευκό θριξ). Ο τ. μεσίθριξ πιθ. με αφομοιωτική τροπή τού ο σε ι ] … Dictionary of Greek
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek