-
1 μαλακότριχος
μᾰλᾰκό-τρῐχος, ον,A with soft hair, Gal.4.605, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαλακότριχος
-
2 μαλάκοθριξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαλάκοθριξ
См. также в других словарях:
καλλίτριχος — η, ο (Α καλλίτριχος, ον) αυτός που έχει ωραία μαλλιά, ωραίο τρίχωμα αρχ. 1. αυτός που συντελεί στην αύξηση τών τριχών 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καλλίτριχον το φυτό αδίαντον. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + τριχος (< θρίξ, τριχ ός), πρβλ. μαλακό τριχος,… … Dictionary of Greek