-
1 Τριτογενής
Τρῑτο-γενής, έος, ἡ, collat. form of foreg., h.Hom.28.4, Orac. ap. Hdt.7.141, Ar.Eq. 1189, IG12.529, al.II prov., παῖς μοι τριτογενὴς εἴη, μὴ τριτογένεια, apptly. of children born on the third or [ per.] 23rd of the month (" ἀρρενώδεις γὰρ αἱ τοιαῦται γυναῖκες"), Sch.BT Il.8.39, cf. Suid. s.v. τριτογένεια.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Τριτογενής
-
2 Τριτογενής
Τρῑτογενής, ΤριτογένειαTrito-born: masc /fem nom sg -
3 त्रित
tritám. « third» ( τρίτος)
N. of a Vedic deity (associated with the Maruts, Vāyu, andᅠ Indra;
fighting like the latter with Tvāshṭra, Vṛitra, andᅠ other demons;
called Āptya <q.v.), « water-deity», andᅠ supposed to reside in the remotest regions of the world, whence RV. VIII, 47, 13-15 AV. ;
the idea of wishing to remove calamity to Tvāshṭra,
andᅠ the view of the Tritas being the keepers of nectar RV. VI, 44, 23,
similarly L. RV. II, 34, 10 TS. I TBr. I >
the notion of Trita's bestowing long life;
alsoᅠ conceived as an inferior deity conquering the demons by order andᅠ with the help of Indra RV. II; VIII, 52, 1 ;
fallen into a well he begged aid from the gods I, 105, 17; X, 8, 7 ;
as to this last myth Sāy. on I, 105 relates that 3 Ṛishis, Ekata, Dvita, andᅠ Trita, parched with thirst, looked about andᅠ found a well, andᅠ when Tvāshṭra began to draw water, the other two, desirous of his property, pushed him down andᅠ closed up the well with a wheel;
shut up there, Tvāshṭra composed a hymn to the gods, andᅠ managed miraculously to prepare the sacrificial Soma, that he might drink it himself, orᅠ offer it to the deities andᅠ so be extricated:
this is alluded to in RV. IX, 34, 4 ;
<cf. 32, 2; 38, 2; 102, 2>
andᅠ described in MBh. IX, 2095 ;
alsoᅠ Nir. IV, 6 makes him a Ṛishi, andᅠ he is the supposed author of RV. I, 105; VIII, 36; IX, 33 f. and 102; X, 1-7 ;
in epic legends MBh. IX, XII f. Ekata, Dvita, andᅠ Tvāshṭra are described as 3 brothers, sons of Gautama orᅠ of Prajā-pati orᅠ Brahmā;
elsewhere Tvāshṭra is one of the 12 sons of Manu Cākshusha by Naḍvalā BhP. IV, 13, 16 ;
cf. traitaná;
n. triplet of young (three-twin) TS. Sch.)
+ Zd. ṭhrita;
Tρίτων, τριτογενής, etc.;
- त्रितकूप
-
4 Τριτογένεια
A Trito-born, a name of Athena, Il.4.515, 8.39, Od.3.378, Hes.Th. 895, 924, IG14.1389ii 1. (Variously expld. in antiquity, from the lake Τριτωνίς in Libya, from which an old legend represents the goddess to have been born, E. Ion 872 (anap.), cf. Hdt.4.180; or from Triton, a torrent in Boeotia, Paus.9.33.7, cf. Apollod.1.3.6; or from a spring in Arcadia, Paus.8.26.6; or from τριτώ, [dialect] Aeol. word for κεφαλή (Sch.Ar.Nu. 985, Tz.ad Lyc.519; Athamanian acc. to Nic. (Fr.145) ap.Hsch.), i.e. head-born; or, born on the third day of the month, Ister 26 (the [ per.] 23rd, τρίτῃ φθίνοντος, Sch.BT Il.8.39); or, the third child after Apollo and Artemis, Suid. s.v. τριτογενής; or, as representing Nature, born thrice in the year, D.S.1.12; or because she was author of the three main bonds of social life, Democr.1b,2.)II the Pythagoreans gave the name Ἀθηνᾶ τ. to the equilateral triangle, Plu.2.381e; cf. τρεῖς, τριάς.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Τριτογένεια
-
5 Τριτοπάτωρ
II Τριτοπάτορες, οἱ, divinities worshipped at Athens, to whom prayers were offered ὑπὲρ γενέσεως παίδων (v.Τριτογενής 11
), Phanod.4, cf. Clitodem.19, etc.; wind-daemons acc. to Demon 2, cf. Orph.Fr. 318: sg., Τριτοπάτωρ Πυρρακιδῶν prob. the mythical ancestor of the P., Durrbach Choix d' inscrr. de Délos No.7 (v/iv B. C.). [ The quantity of the ι is unknown.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Τριτοπάτωρ
-
6 ἐντριτωνίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐντριτωνίζω
См. также в других словарях:
τριτογενής — ές / τριτογενής, οῡς, ἡ, ΝΑ, θηλ. γεν. και έος, Α νεοελλ. 1. ο τρίτος κατά τη σειρά γέννησης ή δημιουργίας του 2. φρ. «τριτογενής περίοδος» ή, απλώς, «το τριτογενές» διάστημα τού γεωλογικού χρόνου στη διάρκεια τού οποίου δημιουργήθηκαν οι… … Dictionary of Greek
τριτογενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, ο τρίτος στη σειρά γένεσης: Τριτογενής διάπλαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τριτογενής — Τρῑτογενής , Τριτογένεια Trito born masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινοζωικός ή τριτογενής αιώνας — Ο τελευταίος γεωλογικός αιώνας, ο οποίος περιλαμβάνει δύο μεγάλες περιόδους: το τριτογενές και το τεταρτογενές. Η διάρκειά του υπολογίζεται περίπου σε 55 65 εκατομμύρια χρόνια. Σύμφωνα με άλλες σχολές, ο κ.α. ταυτίζεται με το τριτογενές, ενώ το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
εντριτωνίζω — ἐντριτωνίζω (Α) (σκωπτικώς) ανακατώνω τρία μέρη νερού και δύο κρασιού (λογοπαίγνιο με το όνομα Τριτογενής στον Αριστοφ. Ιππ., «ἡ Τριτογενὴς γὰρ αὐτὸν [τον οίνον] ἐνετριτώνισεν») … Dictionary of Greek
АФИНА ПАЛЛАДА — • Παλλὰς Άθήνη, Άθηναίη, Άθηνα̃, дочь сильного отца (Όβριμοπάτρη, Ноm. Od. 1, 101), Зевса, не имевшая матери. Гесиод (Hesiod. theog. 886 слл. ср. Hom. hymn. 28. ει̉ς Άθηνα̃ν) говорит, что она родилась из головы Зевса, после того как… … Реальный словарь классических древностей
Ατλαντίδα — Μυθολογική χώρα στον Ατλαντικό ωκεανό, η οποία πιθανολογείται ότι εξαφανίστηκε μαζί με ολόκληρο τον πληθυσμό της στους πολύ μακρινούς χρόνους της προϊστορίας. Ο Πλάτων, στους διαλόγους Τίμαιος και Κριτίας, την περιγράφει με λεπτομέρειες,… … Dictionary of Greek
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… … Dictionary of Greek
παλαιοζωολογία — Κλάδος της παλαιοντολογίας, που ασχολείται με τη μελέτη των ζώων, τα οποία έζησαν στην υδρόγειο σε προηγούμενες γεωλογικές περιόδους και εποχές. Σήμερα είναι επιστημονικά εξακριβωμένο ότι η ζωή υπήρχε, για μεγάλα χρονικά διαστήματα, με την απλή… … Dictionary of Greek