Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

τριτογενής

См. также в других словарях:

  • τριτογενής — ές / τριτογενής, οῡς, ἡ, ΝΑ, θηλ. γεν. και έος, Α νεοελλ. 1. ο τρίτος κατά τη σειρά γέννησης ή δημιουργίας του 2. φρ. «τριτογενής περίοδος» ή, απλώς, «το τριτογενές» διάστημα τού γεωλογικού χρόνου στη διάρκεια τού οποίου δημιουργήθηκαν οι… …   Dictionary of Greek

  • τριτογενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, ο τρίτος στη σειρά γένεσης: Τριτογενής διάπλαση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τριτογενής — Τρῑτογενής , Τριτογένεια Trito born masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινοζωικός ή τριτογενής αιώνας — Ο τελευταίος γεωλογικός αιώνας, ο οποίος περιλαμβάνει δύο μεγάλες περιόδους: το τριτογενές και το τεταρτογενές. Η διάρκειά του υπολογίζεται περίπου σε 55 65 εκατομμύρια χρόνια. Σύμφωνα με άλλες σχολές, ο κ.α. ταυτίζεται με το τριτογενές, ενώ το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • εντριτωνίζω — ἐντριτωνίζω (Α) (σκωπτικώς) ανακατώνω τρία μέρη νερού και δύο κρασιού (λογοπαίγνιο με το όνομα Τριτογενής στον Αριστοφ. Ιππ., «ἡ Τριτογενὴς γὰρ αὐτὸν [τον οίνον] ἐνετριτώνισεν») …   Dictionary of Greek

  • АФИНА ПАЛЛАДА —    • Παλλὰς Άθήνη,          Άθηναίη, Άθηνα̃, дочь сильного отца (Όβριμοπάτρη, Ноm. Od. 1, 101), Зевса, не имевшая матери. Гесиод (Hesiod. theog. 886 слл. ср. Hom. hymn. 28. ει̉ς Άθηνα̃ν) говорит, что она родилась из головы Зевса, после того как… …   Реальный словарь классических древностей

  • Ατλαντίδα — Μυθολογική χώρα στον Ατλαντικό ωκεανό, η οποία πιθανολογείται ότι εξαφανίστηκε μαζί με ολόκληρο τον πληθυσμό της στους πολύ μακρινούς χρόνους της προϊστορίας. Ο Πλάτων, στους διαλόγους Τίμαιος και Κριτίας, την περιγράφει με λεπτομέρειες,… …   Dictionary of Greek

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

  • γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… …   Dictionary of Greek

  • παλαιοζωολογία — Κλάδος της παλαιοντολογίας, που ασχολείται με τη μελέτη των ζώων, τα οποία έζησαν στην υδρόγειο σε προηγούμενες γεωλογικές περιόδους και εποχές. Σήμερα είναι επιστημονικά εξακριβωμένο ότι η ζωή υπήρχε, για μεγάλα χρονικά διαστήματα, με την απλή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»