-
1 τρις-άθλιος
τρις-άθλιος, dreimal, d. i. sehr unglücklich, Soph. O. C. 373 u. Sp., wie Luc. Gall. 24; auch getrennt geschrieben.
-
2 τρίς
A thrice, three times, τ. τόσσα thrice as much or many, Il.1.213, cf. 5.136;δὶς καὶ τ. Thgn.633
, S.Aj. 433, etc.; (troch.);τ. τετράκι τε Pi.N.7.104
;ἐς τ.
thrice,Id.
O.2.68, Hdt.1.86, 5.105, GDI iv p.884 (Erythrae, iv B. C.), Theoc. 1.25, 2.43; thrice,Act.Ap.
10.16, 11.10, Dsc.Eup.2.19; freq. used merely to intensify the notion,τ. λελουμένη Eub.102
, etc.; esp. in compds., such as τρισάθλιος, τρίσμακαρ, etc., cf. τρι-, τριάζω, τρικυμία; but such words may sts. be written divisim, τρὶς ἄθλιος, etc.: prov., τ. ἓξ βαλεῖν throw thrice six (the highest throw, there being three dice), A.Ag.33, cf. Pl.Lg. 968e;τρὶς ἓξ νικητήριος βόλος App. Prov.4.99
;ἢ τ. ἓξ ἢ τρεῖς κύβοι Pherecr.124
. [[pron. full] ῐ: in Hes.Op. 173 long by position before ([etym.] ϝ) έτεος.] (I.-E. tris, cf. Skt. tris, Lat. ter.) -
3 τριςάθλιος
τρις-άθλιος, dreimal, = sehr unglücklich
См. также в других словарях:
τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… … Dictionary of Greek