-
1 τριπλή
τριπλόοςtriple: fem nom /voc sg (attic epic)——————τριπλόοςtriple: fem dat sg (attic epic) -
2 τριπλῇ
-
3 τριπλῆ
Βλ. λ. τριπλή -
4 τριπλῇ
Βλ. λ. τριπλή -
5 τριπλῇ
τρι-πλῇ: threefold, thrice over, Il. 1.128†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τριπλῇ
-
6 τριπλόος
A triple, threefold, καλλίνικος ὁ τ., because this hymn of victory was thrice repeated, Pi.O.9.2; ἐν τ. ἁμαξιτοῖς, = ἐν τριόδῳ, S.OT 716; τ. ζεῦγος, of persons, E.Fr.773.61 (anap.);ὄνομα τ.
compounded of three,Arist.
Po. 1457a34;τριπλοῦν ἀποτινέτω PRev.Laws19.14
(iii B. C.);εἰσπράξαντα τριπλῆν τὴν πρᾶξιν PMich.Zen.71.7
(iii B. C.);χόριον τ. Sor.1.58
; [dialect] Att. neut. pl. (lyr.), Ch. 792 (lyr.), etc. Adv.- πλῶς Procl. in Prm. p.656S.
; gloss on τριχθά, Hdn.Epim. 134: but dat. fem. τριπλῇ is used as Adv. in Il.1.128, Luc.Pseudol.32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριπλόος
-
7 ἀποτίνω
ἀπο-τίνω, fut. ἀποτίσεις, inf. - σέμεν, aor. ἀπέτῖσε, -αν, mid. fut. ἀποτίσομαι, aor. ἀπετίσατο, subj. ἀποτίσεαι: I. act., pay back, pay for, atone for; τῖμὴν Ἀργείοις ἀποτῖνέμεν, Il. 3.286; εὐεργεσίᾶς ἀποτίνειν, Od. 22.235; τριπλῇ τετραπλῇ τ' ἀποτίσομεν, ‘will make good,’ Il. 1.128.—II. mid. (Od.), exact payment (see under ἀποτίνυμαι) or satisfaction, avenge oneself upon, punish (τί or τινά); κείνων γε βιᾶς ἀποτίσεαι ἐλθών, Od. 11.118; ἀπετίσατο ποινὴν | ἰφθίμων ἑτάρων, ‘for’ them, Od. 24.312.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀποτίνω
См. также в других словарях:
τριπλή — Α (ως επίρρ.) βλ. τριπλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη δοτ. τού θηλ. τριπλῆ τού επίθ. τριπλοῦς, ῆ, οῦν] … Dictionary of Greek
τριπλῆ — τριπλόος triple fem nom/voc sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπλῇ — τριπλόος triple fem dat sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριπλή Συμμαχία — Η συμφωνία, που υπέγραψαν στις 20 Μαΐου 1882 η Γερμανία, η Ιταλία και η Αυστροουγγαρία, τμήμα του πυκνού δικτύου συμμαχιών, που οργάνωσε ο Βίσμαρκ, για να διατηρήσει στην Ευρώπη το status quo που δημιουργήθηκε μετά τον γαλλοπρωσικό πόλεμο του… … Dictionary of Greek
τριπλός — ή, ό / τριπλοῡς, ῆ, oῡv, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τριπλούς, ή, ούν, Ν, και τριπλόος, η, ον, Α αυτός που αποτελείται από τρία μέρη ή αυτός που επαναλαμβάνεται τρεις φορές (α. «τριπλό χτύπημα» β. «ξένοι ποτὲ λησταί φονεύουσ ἐν τριπλαῑς ἁμαξιτοῑς», Σοφ. γ … Dictionary of Greek
Nikolas Asimos — Nikolaos Asimopoulos Born August 20, 1949(1949 08 20) Died March 17, 1988(1988 03 17) (aged 38) Nationality Greek Other names Nikos Asimos … Wikipedia
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
τριφανής — (I) ές, Α αυτός που έχει τριπλή λάμψη, τριπλή αίγλη («τῆς... τοῡ ἀρχικοῡ κάλλους... τριφανοῡς θεωρίας», Δίον. Αρεοπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * φανής (< φαίνω), πρβλ. δια φανής]. (II) ο, Ν (ορυκτ.) άλλη ονομασία τού ορυκτού σποδούμενο … Dictionary of Greek
Διπλή Συμμαχία — Γαλλορωσική συμμαχία του 1891 (συμπληρώθηκε με μια στρατιωτική συμφωνία το 1893 94), που δημιουργήθηκε σε αντίθεση προς την Τριπλή Συμμαχία. Παρά την προσπάθεια που έγινε το 1899 να ενισχυθεί η Δ.Σ., στην πραγματικότητα, για πολλά χρόνια η δράση… … Dictionary of Greek