-
1 τριγλώχινα
τριγλώχῑνα, τριγλώχιςmasc /fem acc sg -
2 αἰχμή
αἰχμή, ἡ, die eherne Lanzenspitze (vgl. ἀκή u. ἀίσσω), ἔγχεος Il. 16, 505, δουρὸς αἰχμὴ χαλκείη 6, 320; λόγχης Eur. Hec. 99. Uebh. Spitze, κεράων Opp. C. 2, 451; χάσματος, des Rachens, die Zähne, H. 5, 141. Dah. die Lanze selbst, Il. 12, 45; Her. 7, 77, der λόγχαι die Spitzen nennt. Oefter Pind. u. Trag.; τοξουλκός, der Pfeil, Aesch. Pers. 235; selten in att. Prosa, Xen. Cyr. 8, 1, 8. Vom Scepter Aesch. Prom. 404, vgl. γυναικὸς αἰχμή, Frauenherrschaft, Ag. 470 Ch. 621; τρίαινα, Poseidons Dreizack, Prom. 972; αἰχμὴν τριγλώχινα Opp. C. 1, 152. Uebertr. der Krieg Aesch. Pers. 960; Soph. Phil. 1291; Pind. P. 8, 42; Her. 5, 94 u. Sp., bes. Plut.
-
3 τριλγλώχις
A three-barbed, ὀϊστός, ἰός, Il.5.393, 11.507; τριγλώχινα (sc. Σικελίαν) Pi.Fr. 322; τ. ὑμένες tricuspid valves of the heart, Erasistratei ap. Gal.5.548, Gal. UP6.14: in later writers with a neut. Subst.,ἄορι τ. Call.Del.31
;τ. τόξα Anon.
ap. Suid.;βέλη τ. Paul.Aeg.6.88
.—The nom. form [full] τριγλώχιν is cited from Simon. (Fr. 248) and from Call. (Fr. 382( = Aet.Oxy.2079.36)) by Choerob. in Theod.1.267 H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριλγλώχις
См. также в других словарях:
τριγλώχινα — τριγλώχῑνα , τριγλώχις masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριγλώχιν — ινος, ο, η, ΝΜΑ, και τριγλώχις, ινος και σπάν. τ. ουδ. πληθ. τριγλώχινα, ΜΑ αυτός που έχει τρεις γλωχίνες, τρεις αιχμές («τριγλώχινα Σικελίαν», Πίνδ.) νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο τριγλώχιν βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει… … Dictionary of Greek