-
1 τριγλώχινα
τριγλώχῑνα, τριγλώχιςmasc /fem acc sg -
2 τριλγλώχις
A three-barbed, ὀϊστός, ἰός, Il.5.393, 11.507; τριγλώχινα (sc. Σικελίαν) Pi.Fr. 322; τ. ὑμένες tricuspid valves of the heart, Erasistratei ap. Gal.5.548, Gal. UP6.14: in later writers with a neut. Subst.,ἄορι τ. Call.Del.31
;τ. τόξα Anon.
ap. Suid.;βέλη τ. Paul.Aeg.6.88
.—The nom. form [full] τριγλώχιν is cited from Simon. (Fr. 248) and from Call. (Fr. 382( = Aet.Oxy.2079.36)) by Choerob. in Theod.1.267 H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριλγλώχις
См. также в других словарях:
τριγλώχινα — τριγλώχῑνα , τριγλώχις masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριγλώχιν — ινος, ο, η, ΝΜΑ, και τριγλώχις, ινος και σπάν. τ. ουδ. πληθ. τριγλώχινα, ΜΑ αυτός που έχει τρεις γλωχίνες, τρεις αιχμές («τριγλώχινα Σικελίαν», Πίνδ.) νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο τριγλώχιν βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει… … Dictionary of Greek