-
1 τρᾱχύς
τρᾱχύς, ion. u. ep. τρηχύς, rauh, uneben, hart; steinig, felsig; Hom. λίϑος, Il. 3, 308, wie Pind. Ol. 8, 55; ἀκτή, Od. 5, 425; ἀταρπός, 14, 1; Ithaka, 10, 417 u. öfter; Olizon, Il. 2, 717; γῆ, Her. 4, 23; τραχεῖα καὶ χαλεπὴ ὁδός, Plat. Rep. I, 328 e; Ggstz λεῖον, πάϑημα Tim. 63 e; φωνή, 67 c; καὶ λάσιος, Crat. 420 e; τῇ φωνῇ, Xen. An. 2, 6, 9. – Uebtr., hart, heftig, zornig, wild; ὑσμίνη, Hes. Sc. 119; τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο, Pind. I. 3, 35, wie τραχεῖαν ἐγχέων ἀκμάν, P. 1, 10; ἔφεδρος, N. 4, 96, streng; ἅπας δὲ τραχύς, ὅςτις ἂν νέον κρατῇ, Aesch. Prom. 35; εἰ δ' ὧδε τραχεῖς καὶ τεϑηγμένους λόγους ῥίψεις, 311; δικαστής, Ag. 1395; τραχεῖαν ὀργήν, Eur. Med. 447; τὸ τραχὺ τοῦ ἤϑους, im Ggstz von ἥμερον καὶ λεῖον, Plat. Crat. 406 a; ἔρως, Opp. Cyn. 2, 187. – Adv. τραχέως, wie auch das neutr. τραχύ gebraucht wird; τρηχέως περιέπεσϑαι, hart behandelt werden, Her. 5, 1. 81. 7, 211. 8, 18; περισπεῖν, 2, 64; τρηχύτατα περιεφϑῆναι, 8, 27; τραχέως ἔχειν, Isocr. 3, 33; wie Dem. 19, 45, τραχέως δ' ὑμῶν ἐπὶ τῷ μηδὲ προςδοκᾶν σχόντων.
-
2 θήγω
θήγω, wetzen, schärfen; ὀδόντας Il. 11, 416. 13, 475, vom Eber, wie Hes. Sc. 388; vgl. Eur. Phoen. 1389; Ar. Lys. 1255; auch im med., δόρυ ϑηξάσϑω, er schärfe sich den Speer, Il. 2, 382; φάσγανον Aesch. Ag. 1235; ξίφος Eur. Or. 1036; τεϑηγμένη σφαγίς El. 1142. – Uebertr., anreizen, aufbringen, erbittern, auch ermuthigen, Pind. Ol. 11, 21; τραχεῖς καὶ τεϑηγμένους λόγους Aesch. Prom. 311; τεϑηγμένον τοί μ' οὐκ ἀπαμβλυνεῖς λόγῳ Spt. 697; οὐ γάρ μ' ἀρέσκει γλῶσσά σου τεϑηγμένη Soph. Ai. 581; λῆμα τεϑηγμένον Eur. Or. 1625; in Prosa, ἀνδρῶν φρόνημα Xen. Cyr. 2, 1, 11, τὰς ψυχὰς εἰς τὰ πολεμικά ib. §. 20; Sp.; den Ausdruck des Alcidamas ἀκράτῳ τῆς διανοίας ὀργῇ τεϑηγμένον tadelt Arist. rhet. 3, 3, 2.
-
3 ῥίπτω
ῥίπτω, aor. pass. ἐῤῥίφην, auch ἐῤῥίφϑην, Pors. Eur. Hec. 339; impf. ῥίπτασκον, Hom. u. Hes.; ῥερῖφϑαι hat Pind. frg. 281, wie ῥεριμμένοι steht Matth. 9, 37; einen aor. ἔῤῥιφον dat Opp. Cyn. 4, 350; vgl. Lob. Phryn. 318; – werfen, schleudern; Hom., der außer der Iterativform des impf. nur fut. u. aor. act. hat; ῥίπτασκον τεταγὼν ἀπὸ βηλοῠ, ψω ἐς Τάρταρον, Il. 8, 13; δίσκον, σφαῖραν, 23, 842 Od. 6, 115. So auch Pind. u. Tragg.: μακρὰ ῥίπτειν, Pind. P. 1, 45; στεφάνοισί τινα, 4, 240; ἀπὸ πέτρας, ἐς Τάρταρον, Aesch. Prom. 750. 1053; auch ἐς τὸ δυςτυχές, Ch. 900, vgl. Ag. 1038; ἐς φλόγα, Soph. Tr. 692; εἰς ἄβατον ὄρος, hinwerfen, aussetzen, O. R. 719, wie ἔρημόν τινα Phil. 265; ἐκ χϑονὸς ἑαυτόν, sich selbst verbannen, O. R. 1290. 1436; μὴ ῥιφϑῶ κυσὶν πρόβλητος, Ai. 817; οἴχεται πάντα ἐῤῥιμμένα, 1250, verschleudert, verworfen; τραχεῖς καὶ τεϑηγμένους λόγους ῥίψεις, Aesch. Prom. 312; μάτην ῥιφέντες λόγοι, Eur. Hec. 335; u. in Prosa : βέλη, Plat. Legg. VII, 795 c; ἐς τὸ πέλαγος, Ax. 368 c; κλήρους ἐπὶ πάντας, Rep. X, 617 e, das Loos werfen; κατὰ κρημνῶν ῥιφέντες, Legg. XII, 944 a; wegwerfen, wegschleudern, ὅπλα, ib. c; ἱμάτιον, Rep. V, 473 e, wie Lys. 3, 35; ἀσπίδα ἐῤῥιφέναι, 10, 9, u. A.; ἐξορίσαι καὶ ῥῖψαι ἐκ τῆς πόλεως, Dem. 25, 95; Folgde; auch ῥίψας λόγον οὐδαμῶς ἁρμόζοντα αὐτῷ, Pol. 4, 20, 5; auch = verachten. – Intr., sich hinwerfen, fallen, wobei man ἑαυτόν ergänzt, Theogn. 176; ἐν πένϑει, sich stürzen, Eur. Hel. 1325, vgl. Alc. 922.
См. также в других словарях:
Τραχεῖς — Τραχίς the people of T. fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχεῖς — τρᾱχεῖς , τραχύς jagged masc nom pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τραχείς — Τραχίς the people of T. fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρόαση — Το να ακούει κανείς προσεκτικά κάποιον που μιλάει (από το ρήμα ακροάομαι ώμαι). Σημαίνει επίσης την υποδοχή, σε προκαθορισμένο χρόνο, από μια αρχή, πρόεδρο, υπουργό, διευθυντή κλπ. ενός προσώπου που θέλει να υποβάλει μια αίτηση, παράπονα κλπ.… … Dictionary of Greek
Σαμνίτες — Αρχαίος ιταλικός λαός σαβινικής καταγωγής, που ήταν εγκαταστημένος στο Σάμνιο. Ήταν κτηνοτρόφοι τραχείς, που ζούσαν νομαδική ζωή. Οι πρώτες ιστορικές πληροφορίες για το λαό αυτό χρονολογούνται από τον 5o αι. π.Χ., οπότε, εγκαταστάθηκαν στη… … Dictionary of Greek
κάρκαροι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) τραχείς. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καρκίνος] … Dictionary of Greek
κάρχαρος — κάρχαρος, ον, θηλ. και καρχάρα (Α) 1. αυτός που έχει κοφτερά, σουβλερά δόντια 2. (για ήχο ή λέξεις) σκληρός, τραχύς, οξύς, δηκτικός 3. (για ήθη) άξεστος, αγροίκος 4. (το ουδ. ως επίρρ.) κάρχαρον με σκληρό τρόπο («κάρχαρόν τι μειδήσας», Βάβρ.).… … Dictionary of Greek
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek
λιθώδης — ες (AM λιθώδης, ῶδες) [λίθος] 1. όμοιος με πέτρα («Νιόβης αὐτῆς λιθωδέστερος», Ιω. Λυδ.) 2. γεμάτος πέτρες, πετρώδης («τόποι τραχεῑς καὶ λιθώδεις», Αριστοτ.) μσν. μτφ. σκληρόκαρδος, άπονος. επίρρ... λιθωδῶς (Α) όπως οι πέτρες … Dictionary of Greek
μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… … Dictionary of Greek
περικλώ — άω, Α 1. λυγίζω κάτι συστρέφοντάς το και τό σπάζω («τοὺς βραχίονας καὶ τὰ σκέλη καὶ τοὺς ἀγκῶνας περιέκλων», ΠΔ) 2. σπάζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο («τῷ κράνει περικλᾱν τὸ ξίφος», Πλούτ.) 3. (ιδίως για τον άνεμο που στρέφει τις φλόγες εδώ κι εκεί)… … Dictionary of Greek