Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

τραχεῖα

См. также в других словарях:

  • τραχεία — I Μικρό νησί στη συστάδα των Οθονών, πολύ κοντά στο νησί Μαλθάκι, που ονομάζεται και Σαμοθράκη. II Οικισμός (υψόμ. 270 μ.), στην πρώην επαρχία Ναυπλίας, του νομού Αργολίδας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (57 τ. χλμ.), στον οποίο υπάγονται και οι… …   Dictionary of Greek

  • τραχεία — η 1. αναπνευστικός σωλήνας που αποτελεί συνέχεια του λάρυγγα και καταλήγει στους βρόγχους. 2. αναπνευστικός σωλήνας των εντόμων. 3. αναπνευστικός πόρος των φυτών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τραχεῖα — τρᾱχεῖα , τραχύς jagged fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραχεῖᾳ — τρᾱχεῖαι , τραχύς jagged fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραχεία — τρᾱχείᾱ , τραχύς jagged fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραχείᾳ — τρᾱχείᾱͅ , τραχύς jagged fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάρυγγας — Κοίλο σωληνοειδές όργανο. Στα θηλαστικά παρεμβάλλεται μεταξύ φάρυγγα και τραχείας και, μεταξύ άλλων, είναι υπεύθυνο για την παραγωγή της φωνής. Ο λ. έχει σκελετό που αποτελείται από εννέα χόνδρους: ο μεγαλύτερος είναι ο θυρεοειδής χόνδρος, που… …   Dictionary of Greek

  • αδενοπάθεια — Πάθηση που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια οξείας μορφής ασθενειών του αναπνευστικού συστήματος (βρογχίτιδα, βρογχοπνευμονία, γρίππη, κοκίτης). Μπορεί να διαρκέσει μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ανάλογα με τη λοιμώδη νόσο που την έχει… …   Dictionary of Greek

  • αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… …   Dictionary of Greek

  • επιγλωττίδα — Πτυχή από τένοντα πίσω από τη γλώσσα. Κρέμεται πάνω από την είσοδο στον λάρυγγα και προλαμβάνει την είσοδο σε αυτόν τροφής ή υγρών. επιγλωττίτιδα. Σοβαρή και ενίοτε μοιραία φλεγμονή της ε. (του ιστού που κρέμεται στο πίσω μέρος του λαιμού και… …   Dictionary of Greek

  • μεσοθωράκιο — Χώρος της θωρακικής κοιλότητας που ορίζεται πλάγια από τους πνεύμονες με τις αντίστοιχες πλευρές, πίσω από τη σπονδυλική στήλη, μπροστά από το στέρνο και κάτω από το διάφραγμα· προς τα πάνω συνεχίζεται στις κοιλότητες του λαιμού. Η σημαντικότητα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»