-
1 σταγών
σταγών, όνος, ἡ, der Tropfen; πηγαὶ κατεσβήκασιν, οὐδ' ἔνι σταγών, Aesch. Ag. 862; u. von den Thränen, ἐξ ὀμμάτων δὲ δίψιοι πίπτουσί μοι σταγόνες, Ch. 184, vgl. 394; φόνου μυδώσας σταγόνας, Soph. O. R. 1278, oft bei Eur., οἴνου χλωραὶ σταγόνες Cycl. 67, u. Folgde; κυάνεαι, Flecken, Ael. H. A. 12, 24; σπονδῖτις, Gaetul. 3 (VI, 190), – An. Rh. 4, 626 hat auch einen unregelmäßigen plur. στάγες. – Bei Tim. Locr. 99 c neben μόλυβδος, ein leichtflüssiges Metall, vielleicht Zinn; Hesych. erkl. τὸ καϑαρὸν σιδήριον.
-
2 πλημμυρίς
πλημμυρίς, ἡ, die Fluth des Meeres; πλημ. ἐκ πόντοιο, die vom hohen Meere gegen das Gestade strömende Fluth, Od. 9, 486, wie τῆς ϑαλάσσης Her. 8, 129; übh. von jeder überfließenden Menge, σταγόνες ἄφρακτοι δυςχίμου πλημμυρίδος, Aesch. Ch. 184; auch πλημ. ὀφϑαλμότεγκτος, Eur. Alc. 182; auch die Fluth als Ggstz der Ebbe, ἄμπωτις, wie πλήμμυρα, παλίνορσος, Ap. Rh. 2, 576; im plur. S. Emp. adv. phys. 1, 79. – Bei Hippocr. auch vom Ueberströmen, Uebermaaße der Flüssigkeit u. der Säfte im menschlichen Körper. – Die Alten leiteten das Wort von πλήν u. μύρω ab u. schreiben deswegen μμ; Andere ziehen πλημυρίς u. sonst auch in den verwandten Wörtern die Schreibung mit einem μ vor, indem sie es nicht als Zusammensetzung betrachten, sondern unmittelbar von πλήμη, πλήϑω ableiten, vgl. Buttm. auss. gr. Gramm. I p. 39. – In der homerischen Stelle ist υ kurz, bei den Attikern aber immer lang; bei den sp. Ep. bald kurz, bald lang, vgl. Brunck zu Ap. Rh. 4, 1269, doch scheint auch hier, wie in allen verwandten Wörtern, die Länge vorzuherrschen.]
-
3 φόνιος
φόνιος, auch zweier Endgn, nur poet., zum Morde gehörig, mörderisch; ἐν ἄλγεσι φονίοις Pind. frg. 97; δράκων, mordgierig, Aesch. Pers. 82; πληγή, mordend, Ch. 310, wie Ἀΐδας Soph. O. C. 1686; πέλεκυς El. 99; oft Eur.; φόνια δέρκεσϑαι, Ar. Ran. 1332. – Auch vom Morde herrührend, blutig, χεῖρας φονίας ἐπικρύπτει Aesch. Eum. 307; auch σταγόνες Ch. 394; κοπίς Add. 3 (VI, 228); φονιώτερον ἰόν Maneth. 2, 196.
-
4 δύς-χιμος
δύς-χιμος, verkürzt für δύςχειμος (χεῖμα), was sich überall als v. l. findet, od. von δυς abgeleitet, vgl. μελάγχιμος von μέλας; sehr winterlich, stürmisch; ὄρη Aesch. frg. 450; Θρῄκης κέλευϑοι Pers. 559; χϑὼν Μήδων Eur. Bacch. 15; πνεύματα Suppl. 986, vgl. Herm.; übertr., δράκων, schaurig, oder = gefährlich, Aesch. Spt. 485; σταγόνες δυςχίμου πλημμυρίδος. heftiger Thränenstrom, Ch. 184.
-
5 νιφάς
νιφάς, άδος, ἡ, Schneeslo che; Hom. im plur., Schnee, Schneegestöber, ὥςτε νιφάδες χιόνος πίπτουσι ϑαμειαὶ ἤματι χειμερίῳ Il. 12, 278, u. öfter zum Gleichniß der dicht fallenden Geschosse; auch ἔπεα νιφάδεσσιν ἐοικότα χειμερίῃσιν, 3, 222, die Fülle der Beredtsamkeit ausdrückend (vgl. Luc. Dem. enc. b); der sing. nur collectiv gebraucht, Schnee, 15, 170; βρέχετο πολλᾷ νιφάδι, Pind. Ol. 11, 53; u. vom Goldregen des Zeus, 7, 34; auch übertr., τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο, I. 3, 35; λευκοπτέρῳ νιφάδι καὶ βροντήμασι χϑονίοις κυκάτω πάντα, Aesch. Prom. 995; übertr., Spt. 195, von Wurfgeschossen, wie Eur. Andr. 1130. – Auch in Prosa, οὔρεα ἴδῃσι καὶ νιφάσι συνηρεφέα, mit Schnee bedeckt, Her. 7, 111. – Die VLL. erkl. νιφάδες auch durch σταγόνες. – Adjectivisch wie νιφόεσσα braucht es Soph. O. C. 1063, πέτρας νιφάδος.
-
6 δίψιος
δίψιος, α, ον (auch 2 Endungen, Nic. Th. 147), durstig. Gew. übertr. von leblosen Dingen, dürr, trocken; κόνις Aesch. Ag. 481; Soph. Ant. 426; χϑών Eur. Alc. 563; δίψιον πῠρ ϑεοῦ, Hitze, Rhes 417; Aesch. sagt ἐξ ὀμμάτων δὲ δίψιοι πίπτουσί μοι σταγόνες Ch. 183, wo man unnöthig διψίων geändert hat, auch nicht an Hes. Glosse δίψιον, βλαπτικόν zu denken braucht; δ. σήψ Nic. Th. 147 = διψάς, Schlange.
-
7 αἱματηρός
-
8 ὑγρο-βόλος
ὑγρο-βόλος, naßwerfend, -treffend, dah. nässend, σταγόνες, Eur. frg. Chrys. 6.
-
9 ὑδρηλός
-
10 δύςχιμος
δύς-χιμος, sehr winterlich, stürmisch; übertr., δράκων, schaurig, oder = gefährlich; σταγόνες δυςχίμου πλημμυρίδος, heftiger Tränenstrom
См. также в других словарях:
σταγόνες — σταγών drop fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταγόνα — η / σταγών, όνος, ΝΜΑ 1. ελάχιστη ποσότητα υγρού ή ρευστού που κρέμεται και κατόπιν πέφτει προς τα κάτω ή επικάθεται σε μια επιφάνεια, στάλα (α. «χοντρές σταγόνες κυλούσαν στα μαγουλά του» β. «και αι ψυχαί τών ανόμων ως αίματος σταγόνες πέφτουν… … Dictionary of Greek
Mikro — Origin Thessaloniki, Greece Genres Electropop Trip hop Drum n bass Easy Listening Dance Years active 1998 present Labels … Wikipedia
έρση — Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις τρεις κόρες του Κέκροπα, η οποία εκπροσωπούσε την πρωινή δροσιά. Ο Ερμής την αγάπησε παράφορα και ζήτησε τη βοήθεια της αδελφής της, αλλά η Αθηνά στάλαξε στην ψυχή της τελευταίας το δηλητήριο της ζηλοτυπίας, για να … Dictionary of Greek
αλκαλιμετρία — Ογκομετρική μέθοδος της αναλυτικής χημείας, με την οποία προσδιορίζεται ο τίτλος ενός αλκαλικού διαλύματος (διάλυμα βάσης, αλκαλικού άλατος κλπ.), δηλαδή η πραγματική ποσότητα της βάσης που περιέχεται μέσα στο διάλυμα. Σε γνωστό όγκο του… … Dictionary of Greek
αποστάζω — (Α ἀποστάζω) νεοελλ. υποβάλλω κάτι σε απόσταξη αρχ. 1. αφήνω κάτι να πέφτει κατά σταγόνες 2. πέφτω κατά σταγόνες, σταλάζω … Dictionary of Greek
βροχή — Η συνηθέστερη από τις ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις (β., χιόνι, χαλάζι κλπ.)· αποτελείται από υδροσταγόνες που πέφτουν στο έδαφος από τα νέφη, τα οποία προέρχονται από τη συμπύκνωση των ατμοσφαιρικών υδρατμών. Διακρίνεται από την ομίχλη από τη… … Dictionary of Greek
καταστάζω — (AM) (για υγρό) σταλάζω, πέφτω σε σταγόνες («βωμὸς Ἕλλην οὗ καταστάζει φόνος», Ευρ.) αρχ. 1. αφήνω κάποιο υγρό να πέσει σε σταγόνες 2. (για νόσο) βγάζω υγρό 3. (για υγρό) υγραίνω κάτι … Dictionary of Greek
κλεψύδρα — Αρχαίο όργανο μέτρησης του χρόνου· πήλινο αγγείο απ’ όπου έρεε, κατά σταγόνες, το νερό. Συνήθως οι κ. είχαν σχήμα X. Όταν όλο το νερό είχε περάσει από το επάνω δοχείο στο κάτω, η κ. αναστρεφόταν και άρχιζε ξανά η μέτρηση του χρόνου. Με τη… … Dictionary of Greek
λάταξ — η (Α λάταξ, αγος) νεοελλ. ζωολ. είδος μεγάλων σαρκοφάγων υδρόβιων θηλαστικών με ωραίο τρίχωμα, στα οποία υπάγονται οι ενυδρίδες αρχ. 1. στον πληθ. αἱ λάταγες (στο παιχνίδι τού κοττάβου) οι λίγες σταγόνες τού κρασιού που απέμεναν στον πυθμένα τού… … Dictionary of Greek
μαστίχα — Ελαιορητινούχος ουσία που παράγεται από τον αειθαλή θάμνο Pistacia lentiscus (κοινώς σχίνος) της οικογένειας των ανακαρδιιδών (δικοτυλήδονα). Κύριο μαστιχοπαραγωγό φυτό αποτελεί η ποικιλία Pistacia lentiscus var. Chia ή μαστιχοφόρος σχίνος της… … Dictionary of Greek