-
1 τριαίνα
-
2 τριαίνᾳ
-
3 τρίαινα
-
4 τριαινα
ἡ трезубец Hom., Aesch., Eur., Arph., Plut. -
5 τρίαινα
τρίαιναtrident: fem nom /voc sg -
6 τρίαινα
A trident, three-pronged fish-spear, the badge of Poseidon, Il.12.27, Od.4.506, 5.292, A.Pr. 925, E.Fr.360.47; as a symbol of the empire of the sea, Ar.Eq. 839; τρίαιναν ἐσθλὸς καὶ κυβερνήτης σοφός, i. e. a good fisherman.., Archil.45.IV a kind of cautery, Paul.Aeg.6.48.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρίαινα
-
7 τρίαινα
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τρίαινα
-
8 τρίαινα
τρίαινα, ἡ, Dreizack; die gew. Waffe des Poseidon. Ein dreizackiger Speer. Auch eine dreizackige Hacke, Erdschollen damit zu zerschlagen -
9 τρίαινα
η трезубец -
10 τρίαινα
[трюна] ουσ Θ. трезубец. -
11 τρίαινα
üç çatallı mızrak -
12 τρίαινα
tridentΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > τρίαινα
-
13 τριαίνας
τριαίνᾱς, τρίαιναtrident: fem acc plτριαίνᾱς, τρίαιναtrident: fem gen sg (doric aeolic) -
14 τριαίναι
τριαίνᾱͅ, τρίαιναtrident: fem dat sg (doric aeolic) -
15 τριαίναις
τρίαιναtrident: fem dat pl -
16 τριαίνης
τρίαιναtrident: fem gen sg (attic epic ionic) -
17 τρίαιναι
τρίαιναtrident: fem nom /voc pl -
18 τρίαιναν
τρίαιναtrident: fem acc sg -
19 τινάκτειρα
τινάκτειρα, ἡ, fem. zum Folgdn; τρίαινα γῆς τιν. Aesch. Prom. 926.
-
20 τανυ-γλώχῑν
τανυ-γλώχῑν, ῑνος, ὁ, ἡ, mit langer Spitze; όίστοί Il. 8, 297; Simon, ls. 42 (VII, 443); τρίαινα Opp.
См. также в других словарях:
τριαίνᾳ — τριαίνᾱͅ , τρίαινα trident fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίαινα — trident fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίαινα — η, ΝΜΑ μυθ. όπλο και σύμβολο τού Ποσειδώνος («ἐτάραξε δὲ πόντον χερσὶ τρίαιναν ἑλών» Ομ. Οδ.) νεοελλ. καμάκι με τρεις αιχμές για αλιεία μεγάλων ψαριών, το τρικράνι αρχ. 1. είδος περόνης με τρεις οδόντες 2. τριαινοειδές δόρυ 3. μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
τρίαινα — η 1. καμάκι με τρεις αιχμές για το ψάρεμα μεγάλων ψαριών, τρικράνι. 2. όπλο και σύμβολο του Ποσειδώνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τριαίνας — τριαίνᾱς , τρίαινα trident fem acc pl τριαίνᾱς , τρίαινα trident fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριαίναι — τριαίνᾱͅ , τρίαινα trident fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριαίναις — τρίαινα trident fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριαίνης — τρίαινα trident fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριαίνῃ — τρίαινα trident fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίαιναι — τρίαινα trident fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίαιναν — τρίαινα trident fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)