-
1 τριαινα
ἡ трезубец Hom., Aesch., Eur., Arph., Plut. -
2 τρίαινα
η трезубец -
3 τρίαινα
[трюна] ουσ Θ. трезубец. -
4 κητοφονος
-
5 νοσος
ион. νοῦσος ἥ1) болезнь, недугἐς νόσον πίπτειν Aesch. — заболеть;
ν. μεγάλη или ἱερά Her. — падучая болезнь, эпилепсия;ν. φρενῶν Aesch. — безумие2) негодность, бесплодие(τῆς γῆς Xen.)
3) бедствие, бич, язва(πόλεως Plat.)
τινάκτειρα ν. Aesch. = ἥ τοῦ Ποσειδῶνος τρίαινα4) страдание, мучение(πάντων νόσων ἀπαλλαγῆναι Aesch.)
5) недостаток, порок(αἰσχίστη ν. Eur.)
-
6 σημειον
ион. σημήϊον τό1) отличительный (при)знак, эмблема(ἐν ταῖς ναυσίν Arph.)
ἐπὴ τὰς ἀσπίδας τὰ σημήϊα ποιέεσθαι Her. — снабдить щиты эмблемами;ἥ τρίαινα σ. θεοῦ Aesch. — трезубец, эмблема бога ( Посидона)2) значок, отметка3) след(θηρός Soph.)
τὰ σημεῖα τῆς καταβάσεως Xen. — следы сошествия (Геракла в царство теней)4) (верный) признак, примета, доказательство, доводφανερόν τι σημείοις καταστῆναι Thuc. — привести ясные доказательства в пользу чего-л.;
ὡς ἄξιος τῆς βασιλείας ἐδόκει εἶναι, τάδε τὰ σημεῖα Xen. — вот доказательства того, что (Агесилай) оказался достойным царской власти5) знамение(τοῦ θεοῦ Xen., Plat.)
6) знак Зодиака, созвездие(πρῶτα δύεται σημεῖα Eur.)
7) условный знак, сигнал(ἀπὸ σημείου Thuc., Xen.; τὸ σ. τοῦ πυρός Thuc.)
τὰ σημεῖα αἴρειν Thuc. — поднять сигналы (к бою);ὕστερος ἐλθεῖν τοῦ σημείου Arph. — прийти после сигнала (о закрытии), т.е. опоздать8) отпечаток(δακτυλίων σημεῖα Plat.)
9) знамя, флаг, флажок(τὸ σ. τῆς στρατηγίδος Her.)
10) межевой знакἔξω τῶν σημείων Xen., Dem. — вне пределов
11) печать(γράμμασι σημεῖα ἐπιβάλλειν Plat.)
12) скорописный (стенографический) значок Plut.13) математическая точка(σημεῖα καὴ γραμμαί Arst.)
14) момент(σ. χρονου Arst.)
-
7 τινακτειρα
ἥ потрясательницаγῆς τ. τρίαινα Aesch. — потрясающий землю трезубец (Посидона)
См. также в других словарях:
τριαίνᾳ — τριαίνᾱͅ , τρίαινα trident fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίαινα — trident fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίαινα — η, ΝΜΑ μυθ. όπλο και σύμβολο τού Ποσειδώνος («ἐτάραξε δὲ πόντον χερσὶ τρίαιναν ἑλών» Ομ. Οδ.) νεοελλ. καμάκι με τρεις αιχμές για αλιεία μεγάλων ψαριών, το τρικράνι αρχ. 1. είδος περόνης με τρεις οδόντες 2. τριαινοειδές δόρυ 3. μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
τρίαινα — η 1. καμάκι με τρεις αιχμές για το ψάρεμα μεγάλων ψαριών, τρικράνι. 2. όπλο και σύμβολο του Ποσειδώνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τριαίνας — τριαίνᾱς , τρίαινα trident fem acc pl τριαίνᾱς , τρίαινα trident fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριαίναι — τριαίνᾱͅ , τρίαινα trident fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριαίναις — τρίαινα trident fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριαίνης — τρίαινα trident fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριαίνῃ — τρίαινα trident fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίαιναι — τρίαινα trident fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίαιναν — τρίαινα trident fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)