Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τρήχω

См. также в других словарях:

  • τρήχω — Α είμαι τραχύς, είμαι ανώμαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. τ. τρήχω είναι υστερογενώς σχηματισμένος ώστε να αντιστοιχεί στον αρχ. παρακμ. τέτρηχα τού ρ. ταράσσω*] …   Dictionary of Greek

  • τρηχώ — –οῡς, ἡ, Α (αμφβλ. αν.) τραχύς και πετρώδης τόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρηχύς, ιων. τ. τού τραχύς* + επίθημα ώ (πρβλ. λεχ ώ)] …   Dictionary of Greek

  • Τρήχω — Τρή̱χω , Τρῆχος masc nom/voc/acc dual Τρή̱χω , Τρῆχος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»