Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τρέχε

См. также в других словарях:

  • τρέχε — τρέχω run pres imperat act 2nd sg τρέχω run imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρέχ' — τρέχε , τρέχω run pres imperat act 2nd sg τρέχε , τρέχω run imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμπουλας — ο 1. ρείθρο στον δρόμο από νερά τής βροχής, νεροσυρμή 2. πηγή νερού, κρουνός 3. (και μτφ.) «άμπουλας τού ‘τρεχε το αίμα από το χτύπημα» …   Dictionary of Greek

  • επουρίζω — (AM ἐπουρίζω) (για άνεμο) αρχίζω να γίνομαι ούριος νεοελλ. αλλάζω την πορεία ιστιοφόρου από πλεύση πλαγιοδρομίας σε πλεύση ουριοδρομίας, αρμενίζω στα πρύμα αρχ. 1. (για θάλασσα) ωθώ προς τα εμπρός ως ούριος άνεμος («ἐπουρίζοντος δὲ τοῡ πελάγους… …   Dictionary of Greek

  • θέω — (I) θέω και επικ. τ. θείω και αιολ. τ. θεύω (Α) 1. (για πρόσ. και ζώα) τρέχω, προχωρώ γρήγορα 2. αγωνίζομαι, μάχομαι για κάτι 3. (για πτηνά) πετώ 4. (για πλοία) πλέω γρήγορα 4. (για πέτρα) κυλιέμαι, κινούμαι γρήγορα 5. (για τον κεραμεικό τροχό)… …   Dictionary of Greek

  • σή — Α (κατά τον Ησύχ.) «τρέχε. Λάκωνες» …   Dictionary of Greek

  • dheu-1 —     dheu 1     English meaning: to run, *stream, flow     Deutsche Übersetzung: “laufen, rinnen”     Material: O.Ind. dhávatē “runs, streams “, lengthened grade dhü vati ds., dhüuti ḥ f. “wellspring, stream, brook”; M.Pers. dawīdan “run,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • ken-4 —     ken 4     English meaning: to strain, strive     Deutsche Übersetzung: ‘sich mũhen, eifrig streben, sich sputen”     Material: Gk. κονεῖν ἐπείγεσθαι, ἐνεργεῖν, κόνει σπεῦδε, τρέχε, κοναρώτερον δραστικώτερον Hes., κονηταί θεράποντες, ἀγκόνους …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»