-
1 τοσαυταπλασιος
-
2 τοσαυταπλάσιος
τοσαυταπλάσιοςso many fold: masc nom sg -
3 τοσαυταπλάσιος
A so many fold, so many times or so much more, corresponding to relat. ὁσαπλάσιος, Id.Pr. 917b23, 929b14; the same multiple as, Euc.5.1, Archim.Sph.Cyl.1.2, etc.:—also [suff] τοσαυτα-πλᾰσίων, ον, gen. ονος, Id.Aequil. 1.6, al., Theo Sm. P.76H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τοσαυταπλάσιος
-
4 τοσαυταπλάσιος,
τοσαυτα-πλάσιος, u. τοσαυτα-πλασίων, ονος, so vielfach, so viel Male mehr -
5 τοσαυταπλασίων
τοσαυταπλάσιοςso many fold: fem gen plτοσαυταπλάσιοςso many fold: masc /neut gen plτοσαυταπλασίωνso many fold: masc /fem nom sg -
6 τοσαυταπλάσιον
τοσαυταπλάσιοςso many fold: masc acc sgτοσαυταπλάσιοςso many fold: neut nom /voc /acc sgτοσαυταπλασίωνso many fold: masc /fem voc sgτοσαυταπλασίωνso many fold: neut nom /voc /acc sg -
7 τοσαυταπλάσια
τοσαυταπλάσιοςso many fold: neut nom /voc /acc pl -
8 τοσαυταπλασία
τοσαυταπλασίᾱ, τοσαυταπλάσιοςso many fold: fem nom /voc /acc dualτοσαυταπλασίᾱ, τοσαυταπλάσιοςso many fold: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
9 τοσαπλασίων
A = τοσαυταπλάσιος, Porph.in Harm. p.325 W.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τοσαπλασίων
См. также в других словарях:
τοσαυταπλάσιος — so many fold masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοσαυταπλάσιος — ασία, ον, Α 1. τόσες φορές πολλαπλάσιος, περισσότερος ή μεγαλύτερος 2. πολλαπλάσιος εξίσου με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοσαῦτα, πληθ. ουδ. τής αντων. τοσοῦτος + πλάσιος*] … Dictionary of Greek
τοσαυταπλασίων — τοσαυταπλάσιος so many fold fem gen pl τοσαυταπλάσιος so many fold masc/neut gen pl τοσαυταπλασίων so many fold masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοσαυταπλάσιον — τοσαυταπλάσιος so many fold masc acc sg τοσαυταπλάσιος so many fold neut nom/voc/acc sg τοσαυταπλασίων so many fold masc/fem voc sg τοσαυταπλασίων so many fold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοσαυταπλάσια — τοσαυταπλάσιος so many fold neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοσαυταπλασία — τοσαυταπλασίᾱ , τοσαυταπλάσιος so many fold fem nom/voc/acc dual τοσαυταπλασίᾱ , τοσαυταπλάσιος so many fold fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-πλάσιος — ΝΜΑ κατάλ. αναλογικών αριθμητικών επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που προέρχεται από β συνθετικό * πλατος + κατάλ. ιος με συριστικοποίηση τού τ (πρβλ. δημόσιος < *δημότιος < δημότης). Ο αμάρτυρος τ. * πλατος ανάγεται στη… … Dictionary of Greek
τοσαυταπλασίων — άσιον, Α τόσες φορές περισσότερος. επίρρ... τοσαυταπλασιόνως Α τόσες φορές περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοσαυταπλάσιος + επίθημα ίων, δηλωτικό τού συγκριτικού βαθμού (πρβλ. πολλα πλασ ίων)] … Dictionary of Greek