Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τοσαυταπλάσιος

См. также в других словарях:

  • τοσαυταπλάσιος — so many fold masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοσαυταπλάσιος — ασία, ον, Α 1. τόσες φορές πολλαπλάσιος, περισσότερος ή μεγαλύτερος 2. πολλαπλάσιος εξίσου με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοσαῦτα, πληθ. ουδ. τής αντων. τοσοῦτος + πλάσιος*] …   Dictionary of Greek

  • τοσαυταπλασίων — τοσαυταπλάσιος so many fold fem gen pl τοσαυταπλάσιος so many fold masc/neut gen pl τοσαυταπλασίων so many fold masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοσαυταπλάσιον — τοσαυταπλάσιος so many fold masc acc sg τοσαυταπλάσιος so many fold neut nom/voc/acc sg τοσαυταπλασίων so many fold masc/fem voc sg τοσαυταπλασίων so many fold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοσαυταπλάσια — τοσαυταπλάσιος so many fold neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοσαυταπλασία — τοσαυταπλασίᾱ , τοσαυταπλάσιος so many fold fem nom/voc/acc dual τοσαυταπλασίᾱ , τοσαυταπλάσιος so many fold fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -πλάσιος — ΝΜΑ κατάλ. αναλογικών αριθμητικών επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που προέρχεται από β συνθετικό * πλατος + κατάλ. ιος με συριστικοποίηση τού τ (πρβλ. δημόσιος < *δημότιος < δημότης). Ο αμάρτυρος τ. * πλατος ανάγεται στη… …   Dictionary of Greek

  • τοσαυταπλασίων — άσιον, Α τόσες φορές περισσότερος. επίρρ... τοσαυταπλασιόνως Α τόσες φορές περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοσαυταπλάσιος + επίθημα ίων, δηλωτικό τού συγκριτικού βαθμού (πρβλ. πολλα πλασ ίων)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»