-
1 τοσαυτα-πλάσιος
τοσαυτα-πλάσιος, so vielfach, so viel Male mehr, Arist. probl. 19, 1.
-
2 τοσαυταπλάσιος,
τοσαυτα-πλάσιος, u. τοσαυτα-πλασίων, ονος, so vielfach, so viel Male mehr -
3 τοσαυταπλασίων
τοσαυτα-πλάσιος, u. τοσαυτα-πλασίων, ονος, so vielfach, so viel Male mehr
См. также в других словарях:
τοσαυταπλάσιος — ασία, ον, Α 1. τόσες φορές πολλαπλάσιος, περισσότερος ή μεγαλύτερος 2. πολλαπλάσιος εξίσου με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοσαῦτα, πληθ. ουδ. τής αντων. τοσοῦτος + πλάσιος*] … Dictionary of Greek