-
21 ὑπολαμβάνω
A- λαμψοῦνται Anon.Oxy.410.99
:—take up by getting under, as the dolphin did Arion, Hdt.1.24, Pl.R. 453d;τοὺς νεοττοὺς ὑ. ἡ φήνη Arist.HA 619b34
;τὸ κῦμα ὑ. τινά Clearch.73
;νεφέλη ὑ. τινά Act.Ap.1.9
.b bear up, support, Hdt.4.72;ὑ. τοὺς ἐνδεεῖς Str.14.2.5
, cf. D.S.19.67; (ii/iii A. D.).2 take up, seize or come suddenly upon,ὑπὸ τρόμος ἔλλαβε γυῖα Il.3.34
, Od.18.88; of a storm of wind, Hdt.4.179; of a fit of madness, Id.6.75; of a pestilence, ib.27; of a river taking up earth thrown into it, Id.2.150; of winds taking up water, ib.25; of soldiers marching, δυσχωρία ὑπελάμβανεν αὐτούς, i. e. they came suddenly into difficult ground, X.HG3.5.20: abs.,ὑπολαβὼν πυρετός Hp.Epid.5.20
; of events, follow next, come next,ὑπέλαβε ναυμαχίη καρτερή Hdt.8.12
, cf. 6.27.3 in discourse, take up what is said, interpret or understand it in a certain way,ταύτῃ ὑπολαμβάνεις ᾗ ἃν κακουργήσαις μάλιστα τὸν λόγον Pl.R. 338d
;ὃν μὴ σὺ φράζεις, πῶς ὑπολάβοιμ' ἂν λόγον; E. IA 523
, cf. Pl.Euthd. 295c; ὑ. τι εἴς τινα understand it of, i. e. apply it to, him, Aeschin.1.157;ὥσπερ ὁ ἀκούων ὑ. Arist.Rh. 1412a30
; rejoin, retort, Pl.Lg. 875d, D.22.10, etc.;πρός τι Th.5.85
;τιπρός τινας D.20.146
, cf. 23.93; ὑ. τινὶ ὅτι .. Pl.R. 598d; ὑ. ὡς .. X.Ath.3.12, etc.: c. acc. et inf., reply that.., Th.5.49; ὑπολαμβάνεῖν χρὴ εἰ .. retort by asking whether.., Lys.13.82: abs., in dialogue, ἔφη ὑπολαβών, ὑ. ἔφη, ὑ. εἶπεν, he said in answer, Pl.R. 331d, Hdt.101, Th.3.113, etc.b take up, interrupt,μεταξὺ ὑ. X.An.3.1.26
;ἔτι λέγοντος αὐτοῦ ὑ. Id.Cyr.5.5.35
.5 take up a charge, Id.6.28; ὑ. τὴν ἐπιθυμίαν τινός take up and turn it to their own use, Luc.Cal.17.II = ὑποδέχομαι, receive and protect, ὁ Κῦρος ὑπολαβὼν τοὺς φεύγοντας (the exiles) X.An.1.1.7; admit a visitor, Pl.Smp. 212d; of a doctor, take in hand, treat a patient, Hp. Morb.1.15 ([voice] Pass.).2 accept or entertain a proposal, Hdt.1.212, 3.146;δυσχερῶς ὑ. D.57.35
; μηδεὶς ὑπολάβῃ δυσκόλως ἐὰν .. take it amiss, ib.59.III take up a notion, assume, suppose, freq. of an ill-grounded opinion,ὑ. θεῖον εἶναι τὸ ἐπαγγελλόμενον Hdt.2.55
; , cf. Pl.Phd. 86b, Prt. 343d;ἐὰν ὑπολάβῃ.. Ἀθήνῃσιν εἶναι, ὢν ἐν Λιβύῃ Arist.Metaph. 1010b10
: an Adv. is freq. added to give the word a good sense,ὀρθῶς ὑ. Pl.Grg. 458e
, Arist.EN 1145b21, , etc.;βέλτιον ὑπελάβομεν εἶναι πάλιν γράψαι PCair.Zen.36.15
(iii B. C.): with εἶναι omitted, assume or understand a thing to be so and so, τὰ φύματα τεχνικώτατον ὑπειληφέναι (sc. εἶναι)δεῖ δύνασθαι διαλύειν Hp.Medic. 10
; τὸ χαλεπὸν κακὸν (sc. εἶναι)ὑ. Pl.Prt. 341b
;ὑ. τὸν Ἔρωτα ἕν τι τῶν ὄντων Id.Phdr. 263d
; ὑ. τι ὡς ὂν .. Id.Prm. 134c; τὸν αἰθέρα τῇδέ πῃ ὑ. conceive of the word αἰθήρ somewhat in this way, Id.Cra. 410b;οὕτως ὑ. περί τινος Isoc.3.26
, cf. D.18.269: simply c. acc., καίπερ ὑπειληφὼς ταῦτα though I assume this to be so, Id.19.3, cf. Arist.Metaph. 1005b26;τίς σε ἀναγκάσαι δύναται ὑπολαβεῖν τι ὧν οὐ θέλεις; Arr.Epict.2.6.21
; ὃ βούλει, ὑπολάμβανε ib.1.10.4;ὑ. πλῆθος ὡρισμένον Arist.Metaph. 1073b13
; ὑ. ὅτι .. Id.Pol. 1301a25:—[voice] Pass.,τοιοῦτος ὑπολαμβάνομαι Isoc.12.5
, cf. Arist.Rh. 1366a26;ὑ. μειζόνως ἢ κατὰ τὴν ἀξίαν Isoc.11.24
, cf. D.23.6;ἡ ὑπειλημμένη ἀρετή Id.14.1
; ὅπως ποθ' ὑπείλημμαι περὶ τούτων ἀρκεῖ μοι I am content with whatever opinion of me has been formed in these matters, Id.18.269: c. inf.,τῇ φιλανθρωπίᾳ ἢν ἔχειν ὑπείληψαι παρὰ τοῖς ἀνθρώποις Isoc. Ep.4.9
, cf. Arist.Rh. 1383b8; ὑπολαμβάνεται δεδωκέναι is understood to have granted, Id.SE 178a20: τὸ ὑποληφθὲν πᾶν, = πᾶσα ὑπόληψις (11), Men.249.7.2 suspect, disbelieve, X.Ages.5.6, unless ὅ τι ὑπολαμβάνουσί τινες ταῦτα οὐκ ἀγνοῶ means 'I know how some people regard it'.2 take away, remove, seize, τοῖς ἐπικούροις φράσας τὰ ὅπλα ὑπολαβεῖν ordering his bodyguard to remove the arms (of the citizens), Id.6.58.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπολαμβάνω
-
22 ὥσπερ
A like as, even as,ζῆν ὥ. ἤδη ζῇς S.Ph. 1396
;ἐσῴζετ' ἂν.., ὥ. οὐχὶ σῴζεται Id.El. 994
; but the Verb is more often left to be supplied,οὔ τι κατακρύπτουσιν.., ὥ. Κύκλωπες Od.7.206
, cf. 2.333, Il.4.263, 14.50; ἔξεστί θ', ὥ. Ἡγέλοχος, ἡμῖν λέγειν .. Ar.Ra. 303;τεταγμένοι ὥ. ἔμελλον Th.4.93
;τοῖς ἠτυχηκόσιν ὥ. ἐγώ D.45.1
; Hom. freq. puts a word between ὡς and περ, e.g.ὡς σύ περ αὐτή, ὡς τὸ πάρος περ, ὡς ἔσεταί περ Od.19.385
, Il.5.806, 1.211; as for instance,ὅταν χορὸς.. γίγνηται, ὥ. <ὁ> εἰς Ηλον πεμπόμενος X.Mem.3.3.12
; ὥσπερ differs from ὡς in Hom., in that it seldom has an antecedent expressed, as in Il.24.487, τηλίκου ὥ. ἐγών; also in Hes.Th. 402, ὣς δ' αὔτως.., ὥ. ὑπέστη; but in Trag. and [dialect] Att. ὥ. is very freq. after demonstr. words; before οὕτως, Meliss.3, Ar.Av. 188; after it, S.Tr. 475, etc.; ὥ. καὶ.., οὕτω καὶ .. X.Cyr.7.5.75, cf. Pl.R. 354b; ὥ.., ὧδε .. S.OT 276;τοιοῦτος ὥ. Pl.Prt. 327d
; αὐτοῦ ὥ. εἶχον just as they were, then and there, Hdt. 2.121.δ, cf. S.Ant. 1235;εὐθὺς ὥ. εἶχεν X.An.4.1.19
;εὐθὺς ὥ. ἔτυχε Id.HG3.1.19
;τὰν τράπεζαν κάτθετε ὥ. ἔχει Sophr.
in PSI11.1214a2; καὶ τὸν δαελὸν σβῆτε ὥ. ἔχει on the spot, ib.14: c. gen.,ὥ. ἔχει δόξης Pl.R. 612d
: strengthd.,ὥ. γε
just exactly as,Ar.
Nu. 673; ὥ. καί even as,ὡς καὶ ἐγώ περ Il.6.477
;ὥ. καὶ ἄλλο τι Th.1.142
, etc.: ὥ. also follows ἴσος, in Od.20.282, μοῖραν.. ἴσην, ὡς αὐτοί περ ἐλάγχανον, cf. S.El. 533; so after ὁ αὐτός, Pl.Phd. 86a, D.9.33; afterὅμοιος, ὅμοιος ἀτμὸς ὥ. ἐκ τάφου πρέπει A.Ag. 1311
, cf. Th.4.34.2 ὥσπερ ἄν c. subj., v. infr. 111; c. opt.,ὥσπερ ἄν τις.. λέγοι Pl.Phd. 87b
, cf. X.HG3.1.14; cf.ὡσπερεί 11
.II to limit or modify an assertion or apologize for a metaphor, as it were, so to speak,ὥ. ἀκονιτί Th.4.73
;τὸν ἐγκέφαλον ὥ. σεσεῖσθαί μοι δοκεῖς Ar.Nu. 1276
, cf. Pax 234;ἅμα μὲν.. ὥ. ὑπεφθόνει X.Cyr.4.1.13
, cf. Pl.Phdr. 270d, Cra. 384c; in later Gk. sts. after the word to which it refers,ἐσφιγμένον ὥ. Porph.Chr.26
; βάθρον ὥ. Sch.Pi.O.8.33; στέφανος ὥ. τῶν πόλεων τὰ τείχη ib.42: freq. with parts.,ὥ. ἐγγελῶσα S.El. 277
;ὥ. ἐντεταμένου τοῦ σώματος Pl.Phd. 86b
; ὥ. τι τῶν ἄλλων εὐλόγως πεποιηκότες as if they had done, Lys.12.7; ὥ. ἐξόν as if it were in our power, X.An.3.1.14;σιωπῇ ἐδείπνουν, ὥ. τοῦτο ἐπιτεταγμένον αὐτοῖς Id.Smp.1.11
, cf. Mem.2.3.3; with a change of construction,ὥ. τὸν ἀριθμὸν τοῦτον ἔχοντα ἀνάγκην.., καὶ οὔτε.. οἷόν τε εἴη γενέσθαι Id.HG2.3.19
; τὴν ὥ. ἐπὶ τοῦ δίφρου ἕδραν a seat like that used in the chariot, Id.Eq.7.5.III rarely of Time,1 ὥσπερ ἄν = ἕως ἄν, so long as, or however long (cf. ὡς Ad. 2),ὥσπερ ἂν ζῶ S.OC 1361
(sed leg. ἕωσπερ).IV after a [comp] Comp. (cf. ὡς Ab. 1.4);οὐ μείους ὥ. χίλιοι Xenoph.3.4
;ἧττον.. ὥ. X.HG2.3.16
.—Cf. ὡσπερεί, ὥσπερ οὖν.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τοιούτος — αύτη, ο / τοιοῡτος, αύτη, ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τέουτος, αύτα, ον, και επιτεταμένος τ. τού ουδ. πληθ. τοιαυτί, Α (δεικτ. αντων.) τέτοιου είδους, τέτοιας λογής, τέτοιος («ὁ τοιοῡτος ὤν καὶ ἐοικέναι τοῑς τοιούτοις», Πλάτ.) νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ … Dictionary of Greek
συρφετός — ο, ΝΜΑ ασύντακτο πλήθος, χύδην όχλος μσν. αρχ. καθετί που σύρεται από τον άνεμο, όπως είναι ο σωρός φύλλων, τα άχυρα κ.ά. αρχ. 1. ένας από τον όχλο («τοιοῡτός τις, ὦ Ἱππία, οὐ κομψὸς ἀλλὰ συρφετός», Πλάτ.) 2. ως επίθ. αυτός που μοιάζει με όχλο ή… … Dictionary of Greek
και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… … Dictionary of Greek
ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) … Dictionary of Greek
ος — (I) η, ο (ΑΜ ὅς, ἥ, ὅ, Α αρσ. και ὃ) (αναφ. αντων.) 1. ο οποίος (α. «ο περί ου ο λόγος» αυτός για τον οποίο μιλάμε β. «φίλον θάλος, ὃν τέκον αὐτή», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) «καθ ο», «καθ α» και, με συντμ., «καθό», «καθά» i) λόγω τού ότι ii) ακριβώς… … Dictionary of Greek
ούτος — αύτη, τούτο (ΑΜ οὗτος, αὕτη, τοῡτο, γεν. τούτου, ταύτης, τούτου) (δεικτ. αντων. με την οποία δηλώνεται πρόσωπο ή πράγμα το οποίο βρίσκεται τοπικώς ή χρονικώς κοντά ή είναι παρόν ή για το οποίο γίνεται λόγος) 1. αυτός, τούτος 2. φρ. (με επιρρμ.… … Dictionary of Greek