-
1 τλητός
τλητός, adj. verb. von ΤΛΑΩ, 1) akt., duldend, zum Ertragen fähig, standhaft; τλητὸν γὰρ Μοῖραι ϑυμὸν ϑέσαν ἀνϑρώποισιν, Il. 24, 49; Hesych. erkl. ὑπομενητικός. – 2) pass., zu erdulden, erträglich; Aesch. Prom. 1081; Valck. Eur. Phoen. 874; οὐκ ἔστι τοὔργον τλητόν, Soph. Ai. 461.
-
2 τλητος
дор. τλᾱτός 3[adj. verb. к τλῆναι См. τληναι]1) терпеливый, выносливый, стойкий(θυμός Hom.)
2) выносимыйοὐ τ. Trag. — невыносимый
-
3 τλητός
τλητόςpatient: masc nom sg -
4 τλητός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τλητός
-
5 τλητός
-
6 τλητός
II [voice] Pass., to be endured, always with neg., οὐ τ. not to be endured, in tolerable,οὐ γὰρ δή που τοῦτό γε τλητὸν.. ἔπος A.Pr. 1065
(anap.); οὐκ ἔστι τοὔγρον τ. S.Aj. 466; οὐ τλητόν [ἐστι], c. inf., E.Med. 797, Alc. 887 (anap.). -
7 πολύ-τλητος
πολύ-τλητος, Vieles erduldet od. bestanden habend, γέροντες, Od. 11, 38; βροτοί, unglücklich, Maneth. 2, 398; – auch πολυτλήτη, Qu. Sm. 11, 25.
-
8 βαρύ-τλητος
βαρύ-τλητος, 1) schwer zu dulden, ὀδύναι Leont. 13 ( Plan. 245). – 2) schwer duldend, Ἀττική Ep. ad. 690 (VII, 349); Naumach. Stob. fl. 58, 5.
-
9 δύς-τλητος
δύς-τλητος, schwer zu dulden; Aesch. Ag. 1571; Eur. Phoen. 1447; Plut. Symp. 9, 14, 6.
-
10 ἄ-τλητος
ἄ-τλητος, unerträglich, πένϑος Il. 9, 3; ἄχος 19, 367; πάϑη Pind. Ol. 6, 38; βέλος N. 1, 48; ἄτλητα παϑών poët. bei Her. 5, 56; ϑήρ Agath. 27 (VI, 74); nicht zu wagen, ἄτλητα τλᾶσα Aesch. Ag. 396.
-
11 τλητά
τλητόςpatient: neut nom /voc /acc plτλητά̱, τλητόςpatient: fem nom /voc /acc dualτλητά̱, τλητόςpatient: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
12 τλητόν
τλητόςpatient: masc acc sgτλητόςpatient: neut nom /voc /acc sg -
13 τλητή
τλητόςpatient: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
14 τλατος
-
15 τλητών
-
16 τλητῶν
-
17 ατλητος
дор. ἄτλᾱτος 21) невыносимый, нестерпимый(πένθος Hom.; πάθη Pind.; ἄτλητα παθεῖν Her.)
2) невыносящий, невыносливый(τινος Anth.)
3) внушающий непреодолимую робость, страшный(ἄτλητα τλῆναι Aesch.; θήρ Anth.)
-
18 βαρυτλητος
-
19 δυστλητος
-
20 τλατάς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τλητός — patient masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τλητός — και δωρ. τ. τλατός, ή, όν, Α 1. τλητικός* («τλητὸν γὰρ Μοῑραι θυμὸν θέσαν ἀνθρώποισιν», Ομ. Ιλ.) 2. (με παθ. σημ.) (πάντοτε με άρνηση) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να υπομείνει, υποφερτός («οὐ γὰρ γελᾱσθαι τλητὸν ἐξ ἐχθρῶν, φίλαι», Ευρ.).… … Dictionary of Greek
τλητά — τλητός patient neut nom/voc/acc pl τλητά̱ , τλητός patient fem nom/voc/acc dual τλητά̱ , τλητός patient fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τλητῶν — τλητός patient fem gen pl τλητός patient masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τλητόν — τλητός patient masc acc sg τλητός patient neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τλητῆς — τλητός patient fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τλητή — τλητός patient fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύτλητος — ον, Α 1. αυτός που υπέστη πολλές δοκιμασίες, πολλά βάσανα* 2. άθλιος, ελεεινός («γήραϊ πολυτλήτῳ βεβάρητο», Κόιντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τλητός (πρβλ. βαρύ τλητος)] … Dictionary of Greek
τάλας — αινα, αν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τάλαις και ιων. τ. τάλης θηλ. και τάλας Α άξιος λύπης, δυστυχής, ταλαίπωρος («οἴ γὼ τάλαινα συμφορᾱς κακῆς», Αισχύλ.) μσν. αρχ. (με κακή σημ.) άθλιος, ελεεινός (α. «τρόπον τὸν κακομήχανον τῆς γυναικὸς ὁ τάλας», Πρόδρ.… … Dictionary of Greek
Страдательный залог — (грамм.) залог (см.), обозначающий, что подлежащее является носителем выражаемого глаголом действия, исходная точка которого лежит вне подлежащего. В С. конструкции грамматический субъект является именем объекта действия, обозначаемого глаголом.… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
αινότλητος — αἰνότλητος, ον (Α) ολωσδιόλου αφόρητος, τελείως ανυπόφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + τλητὸς < αόρ. τού ρ. τλῶ ( άω)*] … Dictionary of Greek