-
1 τλατος
-
2 τλητος
дор. τλᾱτός 3[adj. verb. к τλῆναι См. τληναι]1) терпеливый, выносливый, стойкий(θυμός Hom.)
2) выносимыйοὐ τ. Trag. — невыносимый
-
3 φερτος
-
4 βαρύτλητος
A bearing heavy weight, dub. in Naumach. ap. Stob.4.22.32; unfortunate,Ἀττικίη β. AP7.343
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρύτλητος
-
5 τλητός
II [voice] Pass., to be endured, always with neg., οὐ τ. not to be endured, in tolerable,οὐ γὰρ δή που τοῦτό γε τλητὸν.. ἔπος A.Pr. 1065
(anap.); οὐκ ἔστι τοὔγρον τ. S.Aj. 466; οὐ τλητόν [ἐστι], c. inf., E.Med. 797, Alc. 887 (anap.).
См. также в других словарях:
τλητός — και δωρ. τ. τλατός, ή, όν, Α 1. τλητικός* («τλητὸν γὰρ Μοῑραι θυμὸν θέσαν ἀνθρώποισιν», Ομ. Ιλ.) 2. (με παθ. σημ.) (πάντοτε με άρνηση) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να υπομείνει, υποφερτός («οὐ γὰρ γελᾱσθαι τλητὸν ἐξ ἐχθρῶν, φίλαι», Ευρ.).… … Dictionary of Greek