-
1 βαρύ-τλητος
βαρύ-τλητος, 1) schwer zu dulden, ὀδύναι Leont. 13 ( Plan. 245). – 2) schwer duldend, Ἀττική Ep. ad. 690 (VII, 349); Naumach. Stob. fl. 58, 5.
-
2 βαρύτλητος
A bearing heavy weight, dub. in Naumach. ap. Stob.4.22.32; unfortunate,Ἀττικίη β. AP7.343
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρύτλητος
-
3 βαρύτλητος
βαρύ-τλητος, (1) schwer zu dulden. (2) schwer duldend -
4 βαρυτλητος
См. также в других словарях:
πολύτλητος — ον, Α 1. αυτός που υπέστη πολλές δοκιμασίες, πολλά βάσανα* 2. άθλιος, ελεεινός («γήραϊ πολυτλήτῳ βεβάρητο», Κόιντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τλητός (πρβλ. βαρύ τλητος)] … Dictionary of Greek