-
1 εξεταζω
(fut. ἐξετάσω и ἐξετῶ, aor. ἐξήτασα, pf. ἐξήτακα: pass.: pf. ἐξήτασμαι, aor. ἐξητάσθην)1) рассматривать, исследовать, испытывать(περί τινος Plat. и τι Arph., Plat., Arst., Dem., Polyb.)
πρὸς τὸ πάνθ΄ ὑφ΄ ἑαυτῷ ποιήσασθαι τοὺς λογισμοὺς ἐ. Dem. — рассматривать все с точки зрения эгоистических целей2) воен. производить (о)смотр, осматривать(τέν συμμαχίαν Thuc.; τὸν στρατόν Plut.; ἥ δύναμις ἐξητασμένη Dem.)
3) (рас)спрашиватьἐάν τίς δε ταῦτα ἐξετάζῃ, τί ἐρεῖς ; Plat. — если кто-л. спросит тебя об этом, что ты ответишь?
4) подвергать допросу, допрашивать(ἐ. καὴ ἐλέγχειν τινά Plat.; οἰκέται ὑπὸ τῶν δεσποτῶν ἐξεταζόμενοι Dem.)
5) сопоставлять, сравнивать(παρ΄ ἄλληλά τι καί τι Dem.; τοὺς λόγους παρ΄ ἀλλήλους Isocr.)
6) (путем исследования) устанавливать, обнаруживать, выявлять(τοὺς κακούς τε κἀγαθούς Xen.; τοὺς χρηοίμους τῷ δήμῳ Dem.)
τὰ ὀνείδη ἐξετασθήσεται Dem. — эти позорные деяния будут раскрыты;ἐὰν μέ παρὼν ἐξετάζηται τοῖς ξυλλόγοις Plat. — если окажется, что он не присутствовал на собраниях7) pass. (по)являться(πανταχοῦ Dem.)
8) обозревать, перечислять(τὰ ἁμαρτήματά τινος Isocr.; τινάς Dem.)
9) pass. причисляться, относиться, принадлежать(τῶν ἐχθρῶν и μετὰ τῶν μηδὲν ἠδικηκότων Dem.; ἐν τοῖς ἱππικοῖς Plut.)
-
2 καταστασιαζω
1) подавлять или свергать путем восстания(τὸν βασιλέα Diod.; τέν βουλήν Plut.)
2) устранять или лишать путем заговора(Κικέρωνα μετὰ Κλωδίου Plut.)
; pass. быть жертвой восстания или заговораὑπὸ τῶν Λυσάνδρου φίλων καταστασιαζόμενος Xen. — (Калликратид заметил), что друзья Лисандра восстановлены против него -
3 ακαταφρονητος
-
4 διακατεχω
1) удерживать, сохранять ( в своих руках)(τέν ἀρχήν Polyb.; τέν πόλιν Diod.)
2) удерживать, сдерживать, отбивать(τέν ἐπιφορὰν τῶν ἐχθρῶν Diod.)
3) удерживать, продолжать занимать(τὰ πρὸς τὸν Ἀδρίαν Polyb.)
4) затягивать(τὸν πόλεμον Diod.)
-
5 επιρρυζω
-
6 επιφορα
ἥ1) приношение на могилу Plut.2) присвоениеἐ. ὀνομάτων Plat. — именование
3) добавление, прибавка(πρὸς τῷ μισθῷ Thuc.)
4) привоз, доставка, снабжение(ἥ ἔξωθεν ἐ. Polyb.)
5) нападение, набег, налет, натиск(τῶν ἐχθρῶν Polyb.)
6) бурный порыв, напор, наплыв(ῥευμάτων Plut.)
ἐ. ὄμβρων Polyb. — бурные ливни;ἐ. δακρύων Polyb. — (внезапный) поток слез;ἥ τῆς αἰσθήσεως ἐ. Plut. — сосредоточенное внимание7) рит. эпифора (конечное предложение периода, в отличие от начального - ἀρχή)8) рит. перенесение(μεταφορά ἐστιν ὀνόματος ἀλλοτρίου ἐ. Arst.)
-
7 κακολογος
2клевещущий, злословящий, порицающий(κ. καὴ βλάσφημος ἄνθρωπος Plut.)
κ. τῶν ἐχθρῶν Arst. — дурно отзывающийся о (своих) врагах -
8 καλλινικος
I21) одерживающий славные победы, торжествующий победу(τῶν ἐχθρῶν, ἄναξ Eur.)
2) победный(ὕμνος, κῦδος Pind.; στέφανος Eur.)
II -
9 μερις
1) часть, доля(τῆς οὐσίας Men.; τέν ἀγαθέν μερίδα ἐκλέξασθαι NT.)
2) сторонаἀφ΄ ἑκατέρας τῆς μερίδος Plat. — с обеих сторон
3) пай, доля, участие4) участь, доля(τοῦ Προμηθέως Luc.)
5) общая доля, общее(τίς μ. πιστῷ μετὰ ἀπίστου; NT.)
6) слой, круг, класс(τρεῖς πολιτῶν μερίδες Eur.)
7) политическая группа, партия8) поддержка, помощь(μ. τινι Dem.)
9) ирон. личность, субъект, «штучка»(κακὰ μ. Anth.)
-
10 υπερτερος
3[compar. к ὑπέρ См. υπερ]1) находящийся выше (сверху), верхнийὑπέρτερα κρέα Hom. — наружные части туши;
2) более сильный, победоносный(χείρ Soph.)
ὑ. τῶν ἐχθρῶν Eur. — торжествующий над врагами;ὑπέρτερον τινος ποιεῖν τι Plut. — обеспечить чему-л. победу над чем-л.3) высший, лучшийγενεῇ ὑ. Hom. — знатнее родом;
ὑπέρτερον θέσθαι τί τινος Pind. — предпочесть что-л. чему-л.;λέγοις ἄν, εἴ τι τῶνδ΄ ἔχεις (v. l. ἔχοις) ὑπέρτερον Aesch. — говори же, если у тебя есть нечто получше этого4) больший, дальнейшийοὐδὲν οἶδ΄ ὑπερτερον οὔτ΄ εὐτυχοῦσα μᾶλλον οὔτ΄ ἀτωμένη Soph. — я не знаю ничего, что могло бы что-л. прибавить к моему счастью или несчастью
-
11 κάθοδος
η1) спуск (действие);η κάθοδος στο βυθό — спуск на дно;
2) спуск, дорога вниз;3) нашествие;η κάθοδος των εχθρών — нашествие врагов;
4) мор. люк;5) физ. катод -
12 μεσκουλ-
η см. μουσμουλ- г μέσ||ο[ν] τό1) середина;στο μεσκουλ- τού δρόμου — посредине улицы;
περί τα μεσκουλ-α των σπουδών — в середине учёбы;
περί τα μεσκουλ-α τού μηνός — в середине месяца;
2) (чаще πλ.) средство, способ;χρησιμοποιώ όλα τα μεσκουλ-α — использовать все средства;
μεταχειρίζομαι παν μεσκουλ- — использовать любое средство, пользоваться любым способом;
χρησιμοποιώ άτιμα μεσκουλ-α — пользоваться нечестными способами, неблаговидными средствами;
3) πλ. средства, деньги, ресурсы;μεσκουλ-α συντήρησης — средства к существованию;
δεν έχω τα μεσκουλ-α να πάω στα λουτρά — у меня нет средств, чтобы поехать на курорт;
4) πλ. средства (для осуществления чего-л.);τα μεσκουλ-α (της) παραγωγής — средства производства;
μεσκουλ-α συγκοινωνίας — средства сообщения, транспорт;
μεσκουλ-α επικοινωνίας — средства связи;
5) πλ. внутренности;6) (чаще πλ.) знакомства, связи; блат (прост.);έχω μεγάλα μεσκουλ-α — иметь большие знакомства, связи;
διορίστηκε με μεσκουλ- ( — или με μέσα) — он получил назна- чение по знакомству;
7):μεσκουλ-ω — или διά μεσκουλ-ου — через (в разн. знач);
διά μεσκουλ-ου τού δάσους — через лес;
μεταβαίνω στο Παρίσι μεσκουλ-ω Ρώμης — ехать в Париж через Рим;
του το ανήγγειλα διά μεσκουλ-ου τού αδελφού του — я ему сообщил об этом через его брата;
§ βγάζω το ζήτημα εις το μεσκουλ- — выдвигать, ставить вопрос;
έχω τα μεσκουλ-α να... — быть в состоянии (что-л, сделать);
εν (τω) μεσκουλ-ω — среди, посреди;
εν μεσκουλ-ω ημών — среди нас;
βρίσκομαι εν μεσκουλ-ω εχθρών — находиться среди врагов;
εν τω μεσκουλ-ω της νυκτός — посреди ночи
См. также в других словарях:
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
врагъ — ВРАГ|Ъ (758), А с. Противник, недруг: Ѥгда въ добрѣ боудеть моужь. то врази ѥго въ ||=печѩли боудоуть (οἱ ἐχϑροί) Изб 1076, 148 148 об.; ни ||=наслѣдовани˫а же своѥго въдано врагомъ ѡставить. (τοῖς ἐχϑροῖς) ЖФСт XII, 116 116 об.; всѩ чл҃вкы равно … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… … Dictionary of Greek
Θερμιδώρ — (Τhermidor). O ενδέκατος μήνας του χρόνου, κατά το ημερολόγιο που καθιερώθηκε στη Γαλλία μετά την επανάσταση του 1789 και ίσχυσε από το 1793 έως το 1805. Αντιστοιχούσε στην περίοδο από 19/20 Ιουλίου – 17/18 Αυγούστου του γρηγοριανού ημερολογίου… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… … Dictionary of Greek