-
1 διακατεχω
1) удерживать, сохранять ( в своих руках)(τέν ἀρχήν Polyb.; τέν πόλιν Diod.)
2) удерживать, сдерживать, отбивать(τέν ἐπιφορὰν τῶν ἐχθρῶν Diod.)
3) удерживать, продолжать занимать(τὰ πρὸς τὸν Ἀδρίαν Polyb.)
4) затягивать(τὸν πόλεμον Diod.)
-
2 διακατέχω
(αόρ. διακατέσχον) μετ. (прочно) владеть, обладать (имуществом и т. п.)
См. также в других словарях:
διακατέχω — βλ. πίν. 190 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διακατέχω — (Α διακατέχω) έχω στην κατοχή μου και νέμομαι κάτι αρχ. 1. αναχαιτίζω, αναστέλλω 2. συντηρώ 3. κατοικώ 4. καταλαμβάνω … Dictionary of Greek
διακατέχω — αισθάνομαι, κυριεύομαι από συγκεκριμένο συναίσθημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
ίσχω — ἴσχω (Α) 1. εμποδίζω, περιορίζω, συγκρατώ, βαστώ («μηδὲν ἡμᾱς ἰσχέτω», Αριστοφ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) κρατώ τον εαυτό μου, συγκρατούμαι, στέκομαι (α. «ἴσχε, μὴ φοβοῡ», Αισχύλ. β. «ἴσχεσθ Ἀργεῑοι, μὴ φεύγετε», Ομ. Οδ.) 3. απομακρύνομαι 4. παθ.… … Dictionary of Greek
διακάτοχος — ο (AM διακάτοχος) [διακατέχω] αυτός που έχει υπό την προσωρινή κατοχή του κάτι, συνήθως οικία ή κτήμα και νέμεται τα έσοδα αρχ. μσν. ο κληρονόμος … Dictionary of Greek
διακατοχή — η (AM διακατοχή) [διακατέχω] 1. η κατοχή και νομή ξένου πράγματος με τη συναίνεση τού ιδιοκτήτη 2. προσωρινή κατοχή μσν. κληρονομιά αρχ. πλήρης κατοχή … Dictionary of Greek
κυριεύω — (AM κυριεύω) [κύριος] παίρνω κάτι στην κατοχή μου με αγώνα, γίνομαι κύριος, κατακτώ, καταλαμβάνω, καθυποτάσσω κάποιον ή κάτι (α. «ο εχθρός κυρίευσε την πόλη» β. «τούτῳ τῷ τρόπῳ τεττάρων μὲν πλοίων ἐκυρίευσαν», Πολ.) νεοελλ. (για πάθος)… … Dictionary of Greek
προδιακατέχω — Α κρατώ σφιχτά από πριν («προδιακατέχω ἐν ταῑς ἀγκάλαις», Σωρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διακατέχω «κρατώ, συντηρώ»] … Dictionary of Greek
συνέχω — ΝΜΑ [ἔχω] κρατώ σε σύνδεση, συγκρατώ νεοελλ. 1. (σχετικά με φόβο) διακατέχω (α. «τόν συνέχει φόβος» β. «συνέχεται από φόβο») 2. (το μεσ.) συνέχομαι αποτελώ συνέχεια άλλου, επικοινωνώ με άλλον (α. «συνεχόμενες κατοικίες» β. «συνεχόμενα δωμάτια»)… … Dictionary of Greek