Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τιμωρίη

См. также в других словарях:

  • τιμωρίη — τῑμωρίη , τιμωρία retribution fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμωρία — η, ΝΜΑ, ιων. τ. τιμωρίη Α [τιμωρός] 1. ανταπόδοση κακού, εκδίκηση 2. ποινή που επιβάλλεται από την πολιτεία για πράξη που θίγει τους νόμους 3. η θεία δίκη που πλήττει αυτόν ο οποίος παρέβη τους γραπτούς και, κυρίως τους άγραφους κανόνες τού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»