Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τιμάωρ

См. также в других словарях:

  • τιμάωρ — ορος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) βλ. τιμωρός …   Dictionary of Greek

  • τιμάορ' — τῑμάορα , τιμάορος neut nom/voc/acc pl τῑμάορε , τιμάορος masc/fem voc sg τιμάορα , τιμάωρ masc acc sg τιμάορι , τιμάωρ masc dat sg τιμάορε , τιμάωρ masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμωρός — ο, η / τιμωρός, όν, ΝΜΑ, και ασυναίρετος δωρ. τ. τιμάορος και ιων., επικ. τ. τιμήορος, ον και τιμάωρ, ὁ, Α (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που επιβάλλει τιμωρία σε κάποιον (α. «αυστηρός τιμωρός τών εμπόρων ναρκωτικών» β. «δίκη κακῶν τιμωρός», Σοφ …   Dictionary of Greek

  • τιμάορα — τῑμάορα , τιμάορος neut nom/voc/acc pl τιμάωρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμάορος — τῑμάορος , τιμάορος masc/fem nom sg τιμάωρ masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»