-
1 τιθηνα
-
2 τιθήνα
τιθήνᾱ, τιθήνηnurse: fem nom /voc /acc dualτιθήνᾱ, τιθήνηnurse: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
3 τιθήνα
-
4 τιθηνά
τιθηνόςnursing: neut nom /voc /acc pl -
5 τιθήνας
τιθήνᾱς, τιθήνηnurse: fem acc plτιθήνᾱς, τιθήνηnurse: fem gen sg (doric aeolic) -
6 τιθήναι
τιθήνᾱͅ, τιθήνηnurse: fem dat sg (doric aeolic) -
7 τιθήναν
τιθήνᾱν, τιθήνηnurse: fem acc sg (doric aeolic) -
8 παν-έτης
παν-έτης, ες, das ganze Jahr hindurch dauernd; den Aetna nennt Pind. P. 1, 38 πάνετες χιόνος τιϑήνα.
-
9 τιθήνη
τιθήνη, ἡ, eigtl. fem. von τιϑηνός, Amme, Wärterinn, Pflegerinn eines Kindes; Il. 6, 389; πρὸς κόλπον ἐϋζώνοιο τιϑήνης 417; παῖς ἄτερ ὡς φίλας τιϑήνας, Soph. Phil. 696; Plat. Tim. 49 a 88 d; Pind. nennt den Aetna χιόνος τιϑήνα, P. 1, 20. – Sp. D. brauchen es = μήτηρ, wie Coluth. 372.
-
10 τιθηνη
-
11 Αἴτνα
Αἴτνα (-α, -ας, -αν.)a the Sicilian mountain under which lay the giant Typhosἀλλὰ Κρόνου παῖ, ὅς Αἴτναν ἔχεις O. 4.6
ταί θ' ὑπ Αἴτνας ὑψιλόφου καλλίπλουτοι πόλιες O. 13.111
κίων δ' οὐρανία συνέχει, νιφόεσσ Αἴτνα, πάνετες χιόνος ὀξείαςτιθήνα P. 1.20
Αἴτνας ἐν μελαμφύλλοις κορυφαῖς καὶ πέδῳ P. 1.27
κείνῳ μὲν Αἴτνα δεσμὸς ὑπερφίαλος ἀμφίκειται fr. 92.b formerly Katane, a city refounded by Hieron Αἴτνας βασιλεῖ φίλιον ἐξεύρωμεν ὕμνον i. e. for Deinomenes P. 1.60κωμάσομεν παρ' Ἀπόλλωνος Σικυωνόθε, Μοῖσαι, τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν N. 9.2
ζαθέων ἱερῶν ἑπώνυμε πάτερ, κτίστορ Αἴτνας fr. 105a. 3. -
12 ὀξύς
a sharpθρασυμαχάνων τε λεόντων ὄνυχας ὀξυτάτους N. 4.63
[ ὀξυτάτῳ πελέκει (v. l. ὀξυτόμῳ) P. 4.263]b sharp, sharp-eyedἰδοῖσα δ' ὀξεἶ Ἐρινύς O. 2.41
κείνου γὰρ ἐπιχθονίων πάντων γένετ' ὀξύτατον ὄμμα N. 10.62
c met., keen, acute, intenseὀξείαις αὐγαῖς ἀελίου O. 3.24
ἔχει τέ μιν ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ O. 7.70
Αἴτνα, πάνετες χιόνος ὀξείας τιθήνα P. 1.20
of pain, anguish,ὀξείας δὲ νόσους ἀπαλάλκοι O. 8.85
ὅμως δὲ λῦσαι δυνατὸς ὀξεῖαν ἐπιμομφὰν τόκος O. 10.9
ὀξείαισι πάθαις P. 3.97
ὀξείαις ἀνίαισι τυπείς N. 1.53
ἀπροσίκτων δ' ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι pr. N. 11.48 of mental effort,ἐν θυμῷ πιέσαις χόλον ὀξείᾳ μελέτᾳ O. 6.37
d piercing of soundἂν κίνδυνον ὀξείας ἀυτᾶς N. 9.35
e swift ὀξυτάτων βελέων ( ὠκυτάτων v. l.) P. 4.213f frag.ὀξύτατον[ Pae. 8.91
-
13 πανέτης
1 all year round νιφόεσσ' Αἴτνα, πάνετες χιόνος ὀξείας τιθήνα (codd.: πανέτης Christ.) P. 1.20 -
14 χιών
-
15 τιθήνη
A nurse, Il.6.389, 467, 22.503;παῖς ἄτερ ὡς φίλας τιθήνας S. Ph. 703
(lyr.); διόνυσος θείαις ἀμφιπολῶν τ. Id.OC 680 (lyr.):—metaph., Etna is called χιόνος τιθήνα, Pi.P.1.20; space ἡ τῆς γενέσεως τ., Pl.Ti. 52d, cf. 49a, 88d, Arist.Top. 139b33; the dinner-table βίου τ., Timocl.13.2.II = μήτηρ, Coluth.379. -
16 πανέτης
παν-έτης, ες, das ganze Jahr hindurch dauernd; Aetna: πάνετες χιόνος τιϑήνα -
17 τιθήνη
τιθήνη, ἡ, Amme, Wärterin, Pflegerin eines Kindes; man nennt den Aetna χιόνος τιϑήνα
См. также в других словарях:
τιθήνα — τιθήνᾱ , τιθήνη nurse fem nom/voc/acc dual τιθήνᾱ , τιθήνη nurse fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιθηνά — τιθηνός nursing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιθήνας — τιθήνᾱς , τιθήνη nurse fem acc pl τιθήνᾱς , τιθήνη nurse fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιθήναι — τιθήνᾱͅ , τιθήνη nurse fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιθήναν — τιθήνᾱν , τιθήνη nurse fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιθήνη — και δωρ. τ. τιθήνα, ἡ, Α 1. τροφός μικρού παιδιού, παραμάννα, βυζάστρα 2. μητέρα 3. φρ. α) «χιόνος τιθήνα» μτφ. το ηφαίστειο Αίτνα (Πίνδ.) β) «ἡ τῆς γενέσεως τιθήνη» μτφ. η γη (Πλάτ., Αριστοτ.) γ) «βίου τιθήνη» μτφ. το τραπέζι τού δείπνου (Τιμοκλ … Dictionary of Greek